Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε στο Σούλι . Έδρασε κυρίως στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως μία από τις πιο αγνές μορφές του Αγώνα.
Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτριο, στρατιωτικό και πολιτικό και την Κατερίνα-Ρόζα, που διετέλεσε κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των σουλτανικών δυνάμεων από το 1820 έως το 1822 και πολέμησε στην Ήπειρο, την Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα. Κατατρόπωνε τα τουρκικά στρατεύματα χάρη στην αποφασιστικότητα του, την στρατιωτική του ευφυΐα αλλά και τις καταδρομικές του επιθέσεις .
Με παρέμβαση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του έδωσαν τον τίτλο του στρατηγού της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Μάλιστα το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των άλλων οπλαρχηγών κάτι το οποίο εξόργισε τον Μπότσαρη. Γι αυτό, μπροστά τους έσκισε το χαρτί του διορισμού του λέγοντας: “Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του μπροστά στον πασά!”.
Βρέθηκε μεταξύ των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στην πρώτη του πολιορκία στα τέλη του 1822, όπου παρέσυρε τους Τούρκους σε πλαστές συνομιλίες (καπάκια) βοηθώντας έτσι τους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις. Τα Χριστούγεννα υπερασπίστηκε με μόνο 35 άνδρες το τείχος της πόλης από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη.
Τη νύχτα της 8ης προς 9ης Αυγούστου 1823, επικεφαλής 350 Σουλιωτών, επιτέθηκε κατά των 4.000 Τουρκαλβανών του Μουσταή Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε και ο Μπότσαρης, αν και πληγωμένος ελαφρά στην κοιλιά, προχώρησε προς τη σκηνή του Μουσταή Πασά, προκειμένου να τον αιχμαλωτίσει. Όμως, μία σφαίρα από έναν αφρικανό υπηρέτη του πασά τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε σοβαρά. Εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα σε ηλικία μόλις 33 ετών. Τότε, οι άνδρες του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του αρχηγού τους και τα λάφυρα.
Στη μάχη του Κεφαλόβρυσου είχε στείλει κι ο Καραϊσκάκης ένα σώμα ανδρών, ο ίδιος όμως δεν έλαβε μέρος γιατί ήταν άρρωστος στο μοναστήρι του Προυσού. Μεταφέροντας οι Σουλιώτες τον νεκρό Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι, σταμάτησαν για λίγο στη Μονή Προυσού, όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης . Αυτός τον ασπάστηκε με δάκρυα λέγοντας: «Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». [και πήγε αληθινά, όπως το ευχήθηκε]
Ο νεκρός στο μεταξύ μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου 1823 με θριαμβική πομπή .Στον θρίαμβο προηγούνταν οι Τουρκαλβανοί αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι ίπποι των αξιωματικών τους με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Στα λάφυρα συγκαταλέγονταν 1.600 ντουφέκια, 1.800 πιστόλες, 300 ξίφη, σκηνές, το ταμείο των εχθρών, 1.200 άλογα, 30 μουλάρια και χιλιάδες γιδοπρόβατα. Η σορός του τοποθετήθηκε στο σπίτι του έπαρχου Μεταξά. Από εκεί, καλυμμένος με κυανή χλαμύδα οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία, όπου τον συνόδευσαν όλοι οι κάτοικοι του Μεσολογγίου μέσα σε κλίμα ανείπωτης θλίψης και οδυρμού. Κάθε 15 λεπτά ηχούσαν 33 κανονιοβολισμοί, όσα και τα χρόνια του Μάρκου.
Ο λόρδος Βύρωνας που επισκέφτηκε το Μεσολόγγι την επόμενη χρονιά του θανάτου του, πλησίασε το μνήμα του και ορκίστηκε να δώσει και τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας.
Για τον θάνατο του Μπότσαρη ο Δ. Σολωμός έγραψε το ποίημα «Εις Μάρκον Μπότσαρη». Σας παραθέτω ένα απόσπασμα :
Η Δόξα δεξιά συντροφεύει
τον άντρα που τρέχει με κόπους
της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,
με μάτια, με χείλη πικρά·
αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει,
τον δρόμον του κόσμου να πάψει,
η Δόξα καθίζει μονάχη
στην πλάκα του τάφου λαμπρή,
και ο Φθόνος αλλού περπατεί.
Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει
η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·
κλεισμένο για πάντα το μάτι,
οπού ’χε πολέμου φωτιά·—
ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Αλλά κι ο απλός λαός τίμησε τον ανιδιοτελή ήρωά του με δημοτικά τραγούδια :
Θρήνος μεγάλος έγινε μέσα στο Μεσολόγγι
το Μάρκο παν, παιδιά μ’, στην εκκλησιά.
Το Μάρκο παν στην εκκλησιά, το Μάρκο παν στον τάφο
’ξήντα παπάδες παν, παιδιά μ’, μπροστά.
Αέρας τα φυσάει τα πλατανόφυλλα
Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.
Τον θάνατο του Μπότσαρη, του αντρειωμένου Μάρκου,
τον άκουσε η μαύρη γης, δε χόρτιασε τρεις χρόνους,
τον άκουσαν και τα βουνά κι όλα τους ραγιστήκαν,
τον άκουσαν κι οι ουρανοί, δεν έβρεξαν τρεις χρόνους.
(Χρύσα Χατζηπαπανικολάου, β΄τάξη)