ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (1782-1849)

Ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (σημερινή Νέδουσα) του νομού Μεσσηνίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος και ήταν ανιψιός του Κολοκοτρώνη. Σε ηλικία μόλις 11 χρονών μπήκε στον απελευθερωτικό αγώνα με την ομάδα του πατέρα του.
Καταδιωκόμενος από τους Τούρκους το 1808 κατέφυγε, μαζί με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη, στα Επτάνησα. Εντάχθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και πολέμησε στην Ιταλία κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Τον Οκτώβρη του 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς. Είναι η πρώτη πόλη που απελευθερώνεται.
Διακρίθηκε στη μάχη στο Βαλτέτσι (Μάιος 1821), ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη μάχη των Δολιανών (Μάιος 1821), όπου αναδείχθηκαν όλες οι στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής 300 ανδρών κατανίκησε 6000 άνδρες του Κεχαγιάμπεη. Γι΄ αυτόν τον πραγματικό του άθλο οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν « ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ». Ο Κολοκοτρώνης τον έλεγε Αρχάγγελο Μιχαήλ και Άγιο Γεώργιο.
Έλαβε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς ( Σεπτέμβριος 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.
Διέπρεψε στη μάχη στα Δερβενάκια ( Ιούλιος 1822). Κατά τη διάρκεια της μάχης μάλιστα έσπασε τέσσερα σπαθιά , ενώ το χέρι του έπαθε αγκύλωση στο τέταρτο και χρειάστηκε γιατρός για να του ανοίξει το χέρι και να βγάλει το σπαθί. Διακρίθηκε και στο Αγιονόρι , όπου δύο μέρες μετά τα Δερβενάκια αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη . Για τη συμβολή του στις μάχες αυτές έλεγαν οι άνδρες « Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά » , δηλαδή ο εγκέφαλος ήταν ο Κολοκοτρώνης και το σπαθί ο Νικηταράς.
Μάλιστα μετά από τη μάχη στα Δερβενάκια οι νικητές συγκέντρωσαν τα λάφυρα που ήσαν πάρα πολλά. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στην Τρίπολη τα περισσότερα, όμως έμεινε για τους πολεμιστές ένας μεγάλος σωρός.
Όταν άρχισε η μοιρασιά ,παρατηρήθηκε η απουσία του Νικηταρά. Δεν θέλησε να συμμετάσχει στο μοίρασμα.
«Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη!»
Τελικά δέχθηκε να πάρει μια σέλα, μια ξυλόγλυπτη ταμπακέρα και ένα αδαμαντοστόλιστο σπαθί. Δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό του.
Τη σέλα τη δώρισε σε έναν φίλο του συμπολεμιστή.
Την ταμπακέρα την έστειλε στη σύζυγό του Αγγελίνα, κόρη του καπετάν Ζαχαριά, μαζί με μιαν επιστολή, που της έγραφε:
«Τη στέλνω σε σένα, π’ αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι».
Το όμορφο σπαθί το έστειλε στην Ύδρα, «για τις ανάγκες του στόλου», όπως έγραψε στους εκεί προεστούς, μια και δεν είχε χρήματα.
Οι Υδραίοι συγκινήθηκαν από τη χειρονομία και του το έστειλαν πίσω, :
« Αυτό το σπαθί έχει αξία μόνον όταν το κρατεί στο χέρι του ο Νικηταράς!». Κατά μία άλλη εκδοχή του επιστράφηκε το σπαθί με ένα σημείωμα του Μιαούλη επάνω «φόνευε».
Μετά την απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του.
Το 1839 κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε εναντίον του βασιλιά Όθωνα και προφυλακίστηκε στο Παλαμήδι. Στη δίκη βέβαια την επόμενη χρόνια (1840) αθωώθηκε. Οι Βαυαροί όμως δεν δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με υπογραφή του Όθωνα παράτειναν την κράτηση του αυτή τη φορά στη φυλακή της Αίγινας. Εκεί κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους.
Η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά. Αμνηστεύθηκε και αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβρη του 1841 με μεσολάβηση του Μακρυγιάννη σχεδόν τυφλός από το ζάχαρο και τις ταλαιπωρίες. Επέστρεψε στο Άργος , αλλά κατέληξε πάμφτωχος στον Πειραιά. Τότε του χορηγήθηκε “άδεια επαιτείας”. Δηλαδή του δόθηκε άδεια να ζητιανεύει. Το «πόστο» που του χορήγησαν ήταν στο Ναό της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά, κάθε Παρασκευή.
Λίγο αργότερα (1843) ο Όθωνας λόγω της κατακραυγής αναγκάστηκε να του χορηγήσει μία μικρή σύνταξη μαζί με το βαθμό του υποστράτηγου, χρήματα όμως που δεν έφθαναν για να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Το 1847 διορίστηκε μέλος της γερουσίας και δυο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 67 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στο θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο α΄ νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Νικηταράς είχε αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο, τον Ιωάννη. Η μια τρελάθηκε , όταν είδε τον πατέρα της φυλακισμένο και να τον βασανίζουν. Η άλλη του θυγατέρα παντρεύτηκε, αλλά έμεινε άτεκνη. Χωρίς παιδιά πέθανε και ο απόστρατος ταγματάρχης, γιος του Γιάννης. Κι αφού ξεκληρίστηκε η γενιά του Νικηταρά, χάθηκε και ο τάφος του. Κανείς σήμερα δεν ξέρει που βρίσκονται τα κόκαλα του Νικηταρά.
(Μυρτώ Αξιαρλή, α΄τάξη)

Τον Νικηταρά ζωγράφισε η μαθήτρια μας της α΄ τάξης Αξιαρλή Μυρτώ !

Ήταν, λέει, ο Νικηταράς (ηλικιωμένος πια) έξω από το Ναό της Ευαγγελίστριας.
Πέρασε από εκεί ένας εργαζόμενος της Ρωσικής Πρεσβείας και είδε τον παλαιό στρατηγό να κάθεται στα σκαλιά με απλωμένο το χέρι.
Ενημέρωσε για αυτό που είδε τον Ρώσο Πρέσβη. Συγκλονισμένος αυτός, την επόμενη Παρασκευή επισκέφτηκε ο ίδιος την εκκλησία για να διαπιστώσει αν αυτό που του ανέφεραν ήταν αληθές. Ο Νικηταράς όταν άκουσε τον ήχο από σκαρπίνια και όχι από τσαρούχια, κατάλαβε ότι αυτός που πλησιάζει δεν είναι κάποιος φτωχός και ταλαίπωρος αλλά κάποιο σημαίνον πρόσωπο και μάζεψε το χέρι του από ντροπή.
Ο Πρέσβης απευθύνθηκε στον Νικηταρά λέγοντάς του «Τι κάνετε εσείς εδώ Στρατηγέ στα σκαλιά της εκκλησίας;»
«Απολαμβάνω ελεύθερη Ελλάδα» απαντά ο Νικηταράς.
«Η πατρίδα, μου έχει παραχωρήσει μία πολύ καλή σύνταξη για να ζω αλλά έρχομαι κάπου κάπου εδώ στην εκκλησία για να βλέπω πως ζει ο απλός κόσμος» συνέχισε ο Στρατηγός.
Ο πρέσβης ο όποιος κατάλαβε αμέσως την υπερηφάνεια του Νικηταρά, τον χαιρέτησε με σεβασμό και ξεκίνησε να φύγει, αλλά διακριτικά άφησε να πέσει από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο νομίσματα.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο που έκαναν τα νομίσματα πέφτοντας στο δάπεδο, έπιασε το πουγκί και απευθύνθηκε στον πρέσβη λέγοντάς του «Κύριε Πρέσβη, σας έπεσε το πορτοφόλι σας…».

Το σπαθί του Νικηταρά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
«Του Λεωνίδα το σπαθί
Νικηταράς θα το φορεί
Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει
και το αίμα του παγώνει».

«Γεια σου ωρέ Νικηταρά
πού χουν τα πόδια σου φτερά !»
Άγαλμα του Νικηταρά στο Χιλιομόδι Κορινθίας.

Μετά την είδηση του θανάτου του, οι σπουδαστές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου τοποθέτησαν έκτυπο πλασμένο στο πρόσωπό του και αποτύπωσαν το πρόσωπό του. Σκοπός των φοιτητών ήταν να διασωθεί η μορφή του, ώστε να μπορέσουν οι γλύπτες του μέλλοντος να του φτιάξουν αγάλματα.

«Εγεννήθη εν τη οικία ταύτη εν έτει 1782» . Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) Μεσσηνίας

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.