ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ (1788-1821)

Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε ένας από τους πιο αγνούς και θρυλικούς ήρωες της επανάστασης. Έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Γεννήθηκε στο χωριό Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας (σημ. Αθανάσιος Διάκος) .Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας.
Ο πατέρας του μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Τέσσερα χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έκανε ανήθικες προτάσεις, θαμπωμένος από την ομορφιά του.
Κατέφυγε τότε στο σώμα του Τσαμ καλόγερου και έγινε κλέφτης . Εκεί έλαβε και το προσωνύμιο «Διάκος», με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία. Διακρίθηκε σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Όταν ο καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους , ο Διάκος έμεινε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες μακριά. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».
Στα επόμενα χρόνια διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818.
Το 1820 έγινε αρχηγός «των αρμάτων της Λιβαδειάς», ενώ είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. ο Θεός νικά). Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες.
Στις 23 Απριλίου 1821 κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη ζωντανός. Μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας “Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!”. Ο Ομέρ Βρυώνης έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ζήτησε την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του. Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε στη Λαμία και δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό (παλούκωμα).
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Την ώρα του μαρτυρίου του στράφηκε προς τους Τουρκαλβανούς που παρακολουθούσαν και είπε «Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας ένας άντρας να με τελειώσει ;» Κι ένα παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: “Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι”.
Μετά τον θάνατό του, λένε κάποιοι, οι Τούρκοι πέταξαν το σώμα του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και το έθαψαν , στον χώρο που υπάρχει σήμερα το μνημείο του.
Ο λαός μας για να τιμήσει τον ήρωα του τραγουδάει το ακόλουθο δημοτικό κλέφτικο τραγούδι:
“Tου Διάκου”
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
(Αποστολία Δρουμαλιά , β΄τάξη)

Toν ήρωα ζωγράφισε η μαθήτρια της β΄ τάξης Αποστολία Δρουμαλιά!

Η στιγμή της σύλληψης του….

«Διάκος»
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

Ο αγωνιστής, μια που το όπλο τού ήταν απαραίτητο για την ζωή του και γι’ αυτόν τον λόγο ο αχώριστος σύντροφός του, αποκτούσε ένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί του. Έφτανε στο σημείο, λοιπόν, πολλές φορές να του δίνει μέχρι και όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το καριοφίλι του το έλεγε “παπαδιά”. Το Καριοφίλι αυτό φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943), ο μεγάλος μας αυτός ποιητής, έγραψε:
“ Στης Αλαμάνας η Κλειώ το θρυλικό γεφύρι
τη δάφνη την αμάραντη κατέβηκε να σπείρει
κι η Ελευθερία, που τ’ άστρο της ανέσπερο στην πλάση,
το Λεωνίδα ανάστησε στο Διάκο το Θανάση.”
“Η μάχη της Αλαμάνας”, έργο της λαϊκής ζωγράφου Γιάννας Ξέρα.

Το γεφύρι της Αλαμάνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε περίπου καταστράφηκε ολοσχερώς σε κάποια μεγάλη πλημμύρα από τα ορμητικά νερά του Σπερχειού ποταμού.

η φετινή χρονιά που η Ελλάδα μας, γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ο Δήμος Λαμιέων σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, αποτίει ελάχιστο φόρο τιμής στους ήρωες Αθανάσιο Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη και τα παλικάρια τους που πολέμησαν ηρωικά στην Αλαμάνα. Θα αναδείξει τον τόπο της τελευταίας μάχης του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα με την αναστήλωση της ιστορικής γέφυρας και τη δημιουργία ενός σύγχρονου κέντρου ιστορικής ενημέρωσης, αξιοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.