ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ!

Το παρακάτω βίντεο προβλήθηκε στη β΄ και γ΄ τάξη του σχολείου μας. Αποτέλεσε το ερέθισμα για να γράψουν οι μαθητές ένα παραμύθι για τον Αθανάσιο Διάκο. Το μέλημά τους διπλό: να καταγράψουν όλες τις βασικές πληροφορίες και να παράγουν ένα κείμενο που να έχει όλα τα γνωρίσματα του παραμυθιού.
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ
«Μια φόρα και έναν καιρό, στην Άνω Μουσουνίτσα, γεννήθηκε ένα γλυκό αγοράκι που το έλεγαν Θανάση. Ο Θανασάκης μεγάλωνε σιγά σιγά και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Όταν έγινε 12 ετών, οι γονείς του τον έστειλαν στην εκκλησία για να μάθει να ψέλνει. Κι έψελνε κι έψελνε … σαν αηδόνι! Στα 16 του μπήκε σε μοναστήρι και έγινε διάκος. Εκεί μια μέρα τον είδε ένας Τούρκος πασάς και εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του. Ο πασάς του μίλησε με λόγια προσβλητικά και ο διάκος πάνω στον θυμό του τον σκότωσε. Κι από κείνη τη μέρα πέταξε το ράσο και ντύθηκε την φουστανέλα και το σπαθί .
Οι Τούρκοι τον εκδικήθηκαν σκοτώνοντας τους γονείς του. Ορφανός τώρα πια ο Αθανάσης πηγαίνει στη σχολή του Αλή Πασά και μαθαίνει να πολεμάει. Γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μπαίνει στη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ετοιμάζει τον αγώνα των Ελλήνων. Όταν ο αγώνας αυτός ξεκινά, ο Αθανάσης Διάκος απελευθερώνει τη Λειβαδιά.
Στο μεταξύ 9000 Τούρκοι πλησιάζουν , παιδάκι μου, με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη. Και ο Διάκος με λίγους άνδρες βγαίνει να τους αντιμετωπίσει στο γεφύρι της Αλαμάνας. Οι εχθροί τον περικυκλώνουν. Εκείνος όμως πολεμά σαν λιοντάρι. Στο τέλος, σπάει το σπαθί του και τον πιάνουν ζωντανό. Ο Ομέρ Βρυώνης που βλέπει την ανδρεία του, του λέει : «Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου να αλλάξεις;» Κι ο Διάκος του απαντάει: «Αμέτε και εσείς κι η πίστη σας, Τουρκαλάδες! Εγώ ΓΡΑΙΚΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΡΑΙΚΟΣ ΘΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ!!!».
Τότε ο Ομέρ Βρυώνης τον στέλνει στον Κιοσέ Μεχμέτ, πασά της Λαμίας. Ήταν πολύ σκληρός κι αν υπήρχαν 40 τρόποι για να τον σκοτώσει, εκείνος διάλεξε τον χειρότερο, το παλούκωμα. Έτσι, την άλλη μέρα τον μεταφέρουν στη Λαμία δεμένο πάνω σε ένα άλογο. Εκεί στο κέντρο της πόλης μπροστά στα μάτια όλων τον παλουκώνουν. Την ώρα του μαρτυρίου του φωνάζει : «Δεν υπάρχει ένας άνδρας ωρέ να με τελειώσει;». Μα δεν υπάρχει…Και πάνω στο ξεψύχισμα του το παλικάρι κοιτάζει για τελευταία φορά την ανθισμένη φύση γύρω του και λέει: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι». Λίγες ώρες μετά οι Τούρκοι πήραν το σώμα του και το μετέφεραν στην γέφυρα της Αλαμάνας για να το βλέπουν οι Έλληνες και να φοβούνται.»
– Δηλαδή , γιαγιάκα , πέθανε το παλικάρι;
– Όοχι , παιδάκι μου…. Δεν πεθαίνουν ποτέ τα παλικάρια. Ο Αθανάσης μας ζει και θα ζει μέσα στη σκέψη μας και στην καρδιά μας !!
(συνεργατικό παραμύθι που γράφτηκε από τους μαθητές της γ΄ τάξης μετά την προβολή του βίντεο)
ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό της Ρούμελης, την Άνω Μουσουνίτσα, ένα πρωινό αξημέρωτα, ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Εκεί, ανάμεσα στα βουνά, γεννήθηκε ένα αγόρι που θα έγραφε ιστορία και θα γνώριζε τη δόξα. Τον βάφτισαν Θανάση.
Εκεί στο χωριό του μεγάλωνε. Έβλεπε τα βουνά, τα έλατα και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Ήταν όμορφο παλικάρι. Οι γονείς του ονειρεύονταν γι’ αυτόν μια ζωή διαφορετική. Του μάθαιναν γράμματα, τον έστελναν στην εκκλησία και μάθαινε να ψέλνει.
Όταν έγινε 16 χρονών τον έστειλαν σε ένα μοναστήρι, δυο ώρες δρόμο από το χωριό του. Του άρεσε να ψέλνει με κάθε ευκαιρία και η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά σαν του αηδονιού.
– Τι φωνή είναι αυτή! Λες και όλοι οι άγιοι ψάλλουν μαζί του, έλεγαν όσοι τον άκουγαν. Κι έτσι έγινε διάκος και έβαλε το ράσο του παπά.
Πολλοί τον ζήλευαν. Ανάμεσά τους κι ένας Τούρκος, ο Φερχάτ. Μια μέρα συνάντησε τον διάκο στον δρόμο και τον πρόσβαλε. Ο διάκος δεν άντεξε. Θύμωσε. Πιάνει τον Φερχάτ από τον λαιμό και τον σκοτώνει. Οι Τούρκοι τον κυνηγάν για να τον πιάσουν. Αυτός βγάζει το ράσο, βάζει τη φουστανέλα, πιάνει το σπαθί του και αποχαιρετά το μοναστήρι. Ανεβαίνει στα βουνά και ξεκινά τον πόλεμο ενάντια στους Τούρκους. Αυτοί όμως βρίσκουν τρόπο να τον εκδικηθούν. Πηγαίνουν στο χωριό του και σκοτώνουν τους γονείς του.
Τα επόμενα χρόνια ο Διάκος παίρνει μέρος σε μάχες μαζί με την ομάδα του, νικά και έτσι βοηθάει κι αυτός ώστε η Ελλάδα να γίνει πάλι ελεύθερη, να διώξει τους Τούρκους.
Ώσπου ξημέρωσε η μέρα που θα έκανε τη μάχη της ζωής του. Μαζί με δύο συντρόφους του και τους συμπολεμιστές τους αποφασίζουν να σταματήσουν τον τούρκικο στρατό. ‘Ήταν λίγοι απέναντι σε πολλούς. Αλλά αυτό δεν τον φόβισε. Πήρε θέση στη γέφυρα της Αλαμάνας. Οι Τούρκοι τους ορμούν και τους διαλύουν μετά από τρομερή μάχη. Ο Διάκος, όμως, δεν φεύγει από τη θέση του. Πολεμά σαν θεριό. Όμως τον πιάνουν ζωντανό, με σπασμένο σπαθί. Τον δένουν χειροπόδαρα και τον φέρνουν μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, έναν φοβερό Τούρκο. Αυτός τον κοιτά, χαμογελά και του λέει:
-Ω ρε Διάκο… άλλαξε την πίστη σου και έλα να τουρκέψεις. Στρατηγό θα σε κάνω…
Ο Διάκος τον κοιτά στα μάτια, χωρίς φόβο, και του λέει:
-Άμετε και σεις και η πίστη σας Τουρκαλάδες. Εγώ Έλληνας γεννήθηκα, Έλληνας θέλω να πεθάνω.
Θυμώνει τότε ο Ομέρ Βρυώνης και τον στέλνει σε έναν άλλον Τούρκο πασά. Αυτός είχε καρδιά σαν πέτρα. Ήταν σκληρός και επιλέγει για τον Διάκο τον χειρότερο θάνατο. Το παλούκωμα. Δεν λυπήθηκε καθόλου το παλικάρι.
-Μας καταστρέφει τα χωράφια. Μας έχει σκοτώσει τους συγγενείς. Σκότωσέ τον πασά μου, έλεγαν οι Τούρκοι της περιοχής.
Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί φέρνουν τον Αθανάσιο Διάκο, πάνω σ’ ένα άλογο δεμένο, στην πόλη. Εκεί ήταν μαζεμένοι οι Τούρκοι για να χαρούν με το θέαμα. Το μαρτύριο είναι φοβερό, ατελείωτο. Ο Διάκος υποφέρει, τρελαίνεται από τον πόνο και φωνάζει:
-Ένας άντρας δεν υπάρχει να με τελειώσει;
Κάποιοι λένε πως ένας Αλβανός έβγαλε ένα όπλο, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Άλλοι λένε πως υπέφερε ως το τέλος που ξεψύχησε. Οι Τούρκοι πήραν το κορμί του και το πήγαν στη γέφυρα της Αλαμάνας. Ήθελαν όσοι περνούν από κει να το βλέπουν και να φοβούνται.
Έτσι τελείωσε η ζωή αυτού του παλικαριού. Οι Έλληνες όμως δεν τον ξέχασαν ποτέ. Του έστησαν μνημεία, αγάλματα, σταυρούς, του έγραψαν ποιήματα και τραγούδια και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας. Σε αυτόν και σε άλλους ήρωες χρωστά αυτή η χώρα την ελευθερία της και πάντα θα τους θυμάται και θα τους δοξάζει.
(Χρύσα Χατζηπαπανικολάου, β΄ τάξη)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.