Μια Ελληνίδα που δεν πολέμησε με όπλα, αλλά ξεχώρισε για την ανιδιοτελή αγάπη της προς την πατρίδα!!
Η Πανωραία Χατζηκώστα ήταν κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού και σύζυγος του πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου Χατζηκώστα. Φημιζόταν ,όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, αλλά και για τα δικά της και ακόμη για την υπέροχη ομορφιά της!
Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη του Αϊβαλί από εκδίκηση για την επανάσταση των Ελλήνων στην Ελλάδα ,έσφαξαν πολλούς άνδρες και γυναικόπαιδα .Η Πανωραία είδε τότε να σφάζουν οι Τούρκοι μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα παιδιά της .Η οδύνη σάλεψε το λογικό της. Ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν, ήταν τελικά και εκείνη .Για καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και την ανέβασε μαζί με άλλους πρόσφυγες σε ένα καράβι ,που την ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Εκεί την αναγνώρισε ο δάσκαλος των παιδιών της, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και την πήρε υπό την προστασία του. Τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο ελεύθερο Ναύπλιο ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, που ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία ,πτωχή πια ,άρχισε να ξενοπλένει.
Η Πανωραία στη μορφή αλλά και στην ψυχή, αδιαφορώντας για τα προσωπικά της προβλήματα πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά, για να τα μεγαλώσει και να απαλύνει τον πόνο τους. Αργότερα, με σαλεμένο σχεδόν το μυαλό της ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Αυτήν τη ζητιάνα αντίκρισαν τα αλητάκια της παραλίας και περιπαικτικά την αποκάλεσαν «η Ψωροκώσταινα» λόγω της μεγάλης φτώχειας της.
Μια Κυριακή λοιπόν του 1826 η ερανική επιτροπή έστησε ένα τραπέζι στην πλατεία του Ναυπλίου, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για τον ανεφοδιασμό του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Μάταια η επιτροπή περίμενε τους δωρητές να προσφέρουν τον οβολό τους. Κανείς δεν έκανε πρώτο βήμα. Ο σοφός δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος κραυγάζει:«Το Μεσολόγγι χάνεται. Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντομος… Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται…»
Τότε και ενώ όλοι περίμεναν τους προύχοντες πρώτους να κάνουν την κίνηση, η Πανωραία πλησίασε χωρίς δισταγμό στο τραπέζι και άφησε πάνω του όλη της την περιουσία. Όλη της την ζωή. Σαν την πτωχή χήρα του Ευαγγελίου που μακάρισε ο Χριστός για το δίλεπτο της, άφησε το μοναδικό κειμήλιο της προηγούμενης ευτυχισμένης ύπαρξής της, ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Η πλύστρα Χατζηκώσταινα είπε ταπεινά: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο Μεσολόγγι».
Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος μέσα από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Αμέσως μετά θιγμένο φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή άρχισαν να πέφτουν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά.
Όταν έφτασε ο Κυβερνήτης Καποδίστριας στην Ελλάδα τη συμμάζεψε από τους δρόμους και όταν ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που είχε γίνει πλέον γνωστή με το παρανόμι (δηλαδή παρατσούκλι) «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε χωρίς καμία πληρωμή να πλένει τα ρούχα των ορφανών παιδιών και των αγωνιστών της Επανάστασης. Τα παιδιά του ορφανοτροφείου την έκλαψαν σαν μάνα τους, όταν μετά από λίγο πέθανε κι έτσι την παρέδωσαν στην αιώνια κατοικία της.
(Τσιρίκα Ηλιάνα, α΄ τάξη)

Την Πανωραία Χατζηκώστα ζωγράφισε η μαθήτριά μας της α΄ τάξης Ηλιάνα Τσιρίκα!!

Εκείνα τα χρόνια σε μια συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης, κάποιος θέλοντας να μιλήσει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου, το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα του Ναυπλίου, την “ψωροκώσταινα”.
Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται σήμερα, χρησιμοποιείται απαξιωτικά για ολόκληρη τη χώρα μας , υπονοώντας δηλαδή την κακομοιριά και την άθλια οικονομική μας κατάσταση .