Η Μαντώ Μαυρογένους είχε αριστοκρατική καταγωγή ,μεγάλωσε σε μια πλούσια και μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό. Γεννήθηκε στην Τεργέστη και λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση εγκαταστάθηκε στην Τήνο. Ήξερε να ομιλεί την γαλλική, την ιταλική, και την τουρκική άπταιστα.
Στον Αγώνα πρόσφερε τόσα πράγματα που είναι δύσκολο να τα μετρήσει κανείς. Καταδίωξε αλγερινούς πειρατές, πρόσφερε ενισχύσεις στον Νικηταρά στην μάχη των Δερβενακίων και στην άλωση της Τριπολιτσάς. Πούλησε τα κοσμήματα της για να εξοπλίσει 200 άντρες και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει την σφαγή της Χίου. Επίσης, δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άντρες το καθένα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822. Συνολικά δαπάνησε 700.000 γρόσια , ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Μάλιστα πρωταγωνίστησε κι η ίδια σε μάχες και πολέμησε σαν άνδρας. Ήταν 1822 μήνας Οκτώβρης, όταν μοίρα του τουρκικού στόλου εμφανίστηκε μεταξύ Νάξου και Μυκόνου. Οι Τούρκοι έστειλαν άνδρες για να πάρουν προμήθειες. Οι ντόπιοι, με επικεφαλή τους την Μαντώ, αντιστάθηκαν με ό,τι είχαν και δεν είχαν. Τους απώθησαν γρήγορα πίσω στα πλοία τους, πολλοί άφησαν την τελευταία τους πνοή στο χώμα του νησιού και πολλοί τραυματίστηκαν. Τα τουρκικά πλοία άρχισαν να κανονιοβολούν το λιμάνι χωρίς επιτυχία. Ο Καπουδάν Πασάς έκρινε ότι δεν άξιζε τον κόπο να χάσει καιρό για να επιχειρήσει νέα απόβαση στο νησί και να τιμωρήσει τους Μυκονιάτες. Οι Έλληνες είχαν νικήσει. Η Μαντώ είχε νικήσει.
Το 1823 μετακόμισε στο Ναύπλιο , για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας πίσω την οικογένειά της που περιφρονούσε τις επιλογές της. Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε . Συκοφαντήκε όμως από τον Κωλέττη ότι διατηρούσε σχέσεις με τον Άγγλο ευγενή Edward Blaquiere ( αυτόν που έφερε την πρώτη δόση του δανείου στην Ελλάδα) και ο Υψηλάντης χάλασε τον αρραβώνα. Ακολούθως κάηκε το σπίτι της (από ανθρώπους του Κωλέττη) και η ίδια περιέπεσε σε ένδεια.
Στο μεταξύ απηύθυνε συνεχώς εκκλήσεις στις γυναίκες του Παρισιού και του διαφωτισμού στην Ευρώπη ώστε να πάρουν το μέρος των Ελλήνων.Αυτή η δράση της, η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από την προσωπική της περιουσία, η ομορφιά της και η ανδρεία της κατέστησαν θρυλικό το όνομά της στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε σε όλη την Ευρώπη.
Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απέδωσε τον βαθμό της Αντιστράτηγου επί τιμή και της χορήγησε μια κατοικία στο Ναύπλιο. Η Μαντώ Μαυρογένους τότε είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ’τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της . ΄Ηταν “Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον”. Είχε χαραγμένη την επιγραφή “Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων”.
Η Μαντώ χάρισε στον Καποδίστρια το “πατροπαράδοτον και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον”, όπως γράφει και η ίδια και ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο.
Η Μαυρογένους μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της.Εκεί,λόγω της άθλιας κατάστασης στην οποία ζούσε,ζήτησε βοήθεια από το κράτος. Ένας υπάλληλος τη ρώτησε:«Και τι κάνετε εσείς για την πατρίδα;».Κι εκείνη απάντησε:«Τίποτα».
Τελικά πέθανε από τυφοειδή πυρετό, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.
Φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.
« Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»
(Μπουτσιούκη Έλενα, γ΄ τάξη)