ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ (1772-1821) – Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΗΡΩΑΣ

Σερραίος μεγαλέμπορος, τραπεζίτης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Υπήρξε ο αρχηγός των εξεγερμένων Ελλήνων στη Μακεδονία κατά την επανάσταση του 1821.
Γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία, παρά τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του. Έφτασε να δανείζει Τούρκους αγάδες και χρησιμοποιούσε το κύρος του για να επιτυγχάνει ευνοϊκές αποφάσεις από την Οθωμανική Διοίκηση υπέρ των χριστιανών της περιφέρειας των Σερρών, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν πολλά προνόμια, χάρη στις δικές του ενέργειες. . Με τις δικές του μεσολαβήσεις ,αλλά και οικονομικές ενισχύσεις , χτίστηκαν από τα θεμέλια νέες εκκλησίες ,κάτι που απαγορευόταν. Το 1805 χτίστηκε στο χωριό Δοβίστα ο ναός του Αγίου Αθανασίου και στο χωριό Άγιο Πνεύμα κτίστηκε ο ναός της Αγίας Παρασκευής (εκεί εκκλησιαζόμαστε).
Φλογερός πατριώτης, ο Εμμανουήλ Παπάς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 και αμέσως προσέφερε 1.000 γρόσια για την ενίσχυση των οικονομικών της. Όταν πληροφορήθηκε για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ναύλωσε πλοίο. Αφού το φόρτωσε με οπλισμό και άλλα εφόδια, αναχώρησε στις 23 Μαρτίου του 1821 για το Άγιο Όρος, με στόχο να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες κατά του Οθωμανού κατακτητή. Με κέντρο τη Μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ιωακείμ ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεκίνησε την προετοιμασία για τη μεγάλη εξέγερση.
Ο ίδιος κήρυξε την επανάσταση στη Μακεδονία από τις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου οι μοναχοί τον ανακήρυξαν «Αρχηγό και Προστάτη της Μακεδονίας». Την 1η Ιουνίου κατέλαβε την Ιερισσό και προχώρησε προς τα ενδότερα της Χαλκιδικής. Σύντομα, τα Οθωμανικά στρατεύματα υπό τον διοικητή της Θεσσαλονίκης Αβδούλ Αβούδ ανέκτησαν τον έλεγχο της κατάστασης και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1821 κατέστειλαν την εξέγερση.
Τότε αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος. Η κατάσταση όμως στην Κασσάνδρα με την πάροδο του χρόνου εκτραχυνόταν , πείνα και επιδημίες ταλαιπωρούσαν τους μαχητές. Ο Εμμανουήλ απογοητευμένος από την εξέλιξη με τους Τούρκους και καθώς η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο , αναχώρησε για την Ύδρα με πλοιάριο.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πέθανε από συγκοπή καρδιάς σε ηλικία 49 ετών. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Την Ελλάδα…Τη Μακεδονία… ελευθέρωσε Παναγία μου». Η κηδεία του έγινε με τιμές αρχιστρατήγου στην Ύδρα στις 5 Δεκεμβρίου του 1821. Είχε ήδη δαπανήσει την τεράστια περιουσία του (300.000 δίστηλα τάληρα) για τους σκοπούς της Επανάστασης και παρόλο που αγνοούσε τη στρατιωτική τέχνη είχε διατηρήσει ζωντανή για ένα εξάμηνο την επαναστατική εστία της Χαλκιδικής. Από τα έντεκα παιδιά του οι τρεις γιοι του σκοτώθηκαν στον αγώνα για την ελευθερία.
Στις 20 Νοεμβρίου του 1971 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, που βρίσκεται στην πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.
Το 1927 προς τιμήν του, η γενέτειρα του Δοβίστα , άλλαξε το όνομα της σε «Εμμανουήλ Παπάς» και σήμερα όλα τα Νταρνακοχώρια έχουν συνενωθεί σε δικό τους Δήμο που ονομάζεται δήμος Εμμανουήλ Παπά.
(Γκαϊδατζή Αποστολία, γ΄ τάξη)

Το σπίτι που γεννήθηκε ο Εμμανουήλ Παπάς! Στη φωτογραφία ο σημερινός ιδιοκτήτης του , απόγονος της οικογένειας Παπά .

Η ζώνη του Εμμανουήλ Παπά αποτελεί σήμερα κειμήλιο των οικογενειών Ιωάννη και Γεωργίου Παπαγεωργίου. Χαρίστηκε στον ήρωα ως προσωπικό δώρο από κάποιο φίλο του, τον Αβραάμ. Στο μεταλλικό τμήμα της ζώνης διακρίνουμε το σταυρό του Χριστού πάνω στο Γολγοθά με την επιγραφή ΙΝΒΙ (Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων), σύμβολο χριστιανικής πίστης, αγώνα και θυσίας. Παράλληλα, διαβάζουμε «ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΒΡΑΑΜΗ ΜΑΝΟΛΑΚΗ», καθώς και το έτος που κατασκευάστηκε και χαρίστηκε (1820).

Η επιστολή που έστειλε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στον Εμμανουήλ Παπά και εκτίθεται στο μικρό μουσείο του χωριού Εμμ. Παπάς :
«Φιλογενέστατε κύριε Εμμανουήλ Παπά, πληροφορηθείς παρά πολλών και μάλιστα παρά του κυρίου Κωνσταντίνου Παπαδάτου πόσον η ευαίσθητος ψυχή σας καταφλέγεται από τον προς την πατρίδαν ένθεον έρωτα,δεν ελπίζω ότι θέλετε δείξη αδιαφορίαν νωθράν,τώρα ότι όλων των τάξεων του ελληνικού γένους τα μέλη αγωνίζονται υπέρ της κοινής ευδαιμονίας της πατρίδος μας. Αλλ’ ότι θέλετε φιλοτιμηθή να συνεργήσετε εις τον ιερόν σκοπόν και να συγκαταλεχθήτε εις τον χορόν των σωτήρων της Ελλάδος. Ακούσατε λοιπόν τας συμβουλάς του κυρίου Παπαδάτου,όστις είναι διορισμένος να σας δείξη, ει τι πρέπει να ενεργήσετε,και στεφάνους αιθαλείς της ευτυχίας θέλει ετοιμάσει η πατρίς διά την αξιοσέβαστον κεφαλήν σας. Υγιαίνετε.
Ο φίλος και αδελφός Αλέξανδρος Υψηλάντης Ισμαήλ την 8ην Οκτωβρίου 1820»

Ο ανδριάντας του Εμμ. Παπά στην πλατεία Ελευθερίας των Σερρών. Στη βάση του φυλάσσονται τα οστά του ήρωα από το 1971 κατόπιν αιτήματος του συλλόγου δασκάλων και νηπιαγωγών του νομού Σερρών “Εμμανουήλ Παπάς”.

https://www.youtube.com/watch?v=kVQa8JucLvE απο την επισκεψη του Προεδρου της Δημοκρατιας στο χωριο . Ακουγεται ο υμνος του Εμμ. Παπα!!

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ (1788-1825)

Ο Γεώργιος Δικαίος ή Φλέσσας γνωστός ως Παπαφλέσσας καταγόταν από την Πολιανή της Μεσσηνίας και ήταν το εικοστό όγδοο παιδί του Δημήτριου Δικαίου. Από μικρός ήταν ζωηρός, τολμηρός και ανυπότακτος. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ένας ταπεινός καλόγερος του χωριού του. Το τι τράβηξε αυτός ο άνθρωπος από το μαθητή του δεν περιγράφεται. Διέβλεψε όμως ότι θα γίνει μεγάλος και ότι «θα βάζει δέκα γραμματιζούμενους μπροστά και θα τους πηγαίνει σαν πρόβατα όπου θέλει».
Αρχικά, ο ήρωάς μας φοίτησε στην ονομαστή σχολή της Δημητσάνας, αλλά ποτέ δεν την τελείωσε. Σε ηλικία 28 ετών έγινε καλόγερος και τότε πήρε το όνομα Γρηγόριος. Ύστερα από διαφωνίες με τον ηγούμενο της μονής όπου διαβιούσε και μετά από τη σύγκρουσή του με έναν Τούρκο αξιωματούχο της περιοχής κατέφυγε στη Ζάκυνθο. Εκεί άκουσε για την γαλλική επανάσταση και για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Εκεί γνώρισε και τον Κολοκοτρώνη. Οι σχέσεις των δυο αυτών μεγάλων αντρών πέρασαν φάσεις φιλίας αλλά και αδυσώπητης έχθρας.
Αργότερα αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και λίγο πριν να φύγει υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα γυρίσει είτε δεσπότης είτε πασάς. Εκεί μορφώθηκε και μάλιστα έλεγε στον εαυτό του : «Οσα δεν διάβασες τότε που έπρεπε τα διαβάζεις τώρα» . Έτσι με την αποφασιστικότητα, την εξυπνάδα αλλά και την μόρφωση γνωρίστηκε με τον Πατριάρχη ο οποίος ενθουσιάστηκε και τον χειροτόνησε αρχιμανδρίτη.
Στο πρόσωπο του Παπαφλέσσα ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας βρήκε τον ιδανικό προπαγανδιστή της . Τον στέλνει στις ηγεμονίες των Βαλκανίων για να προετοιμάσει εκεί το έδαφος της επανάστασης. Η τόσο μάλιστα φανερή δραστηριότητα του δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη από τις τουρκικές αρχές. Αμέτρητες οι φορές που κινδύνεψε θανάσιμα αλλά πάντα γλίτωνε. Οι ενέργειες αυτές δεν ενοχλούσαν μόνο τους Τούρκους αλλά άρχισαν να ενοχλούν και κάποιους Έλληνες όπως τον ίδιο τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Η αντιπαράθεση των δυο αντρών οδήγησε τον Παπαφλέσσα να απαιτήσει από τον Αναγνωστόπουλο να του γνωρίσει την Αρχή της Φιλικής Εταιρίας . Και όπως είπε ο Δημήτριος Φωτιάδης «ο Παπαφλέσσας ήταν ο μόνος που μπήκε στην Αρχή με το έτσι θέλω»
Στη συνέχεια έπεισε τον Υψηλάντη με ψέματα να ξεκινήσει την επανάσταση από τον Μοριά. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1820 με χρήματα στις τσέπες και με επιστολή του Υψηλάντη που τον όριζε εκπρόσωπο του ναύλωσε καράβι και έφτασε στο Αϊβαλί για να εφοδιαστεί με πολεμοφόδια κι από κει συνέχισε για τον Μοριά. Εκεί προσπάθησε με ό,τι τρόπο είχε να πείσει τους προεστούς να ξεκινήσει η επανάσταση πράγμα που τελικά το κατάφερε χρησιμοποιώντας και δω πολλά ψέματα. Όλους τους τρόπους μεταχειρίστηκε για να ξεσηκώσει τους Έλληνες. Δικαίως τον αποκάλεσαν «μπουρλοτιέρη των ψυχών» !
Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας, μαζί του κι ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυρομιχάλης και άλλοι καπεταναίοι μπαίνουν στην Καλαμάτα και την ελευθερώνουν. Από εκείνη τη στιγμή πετά το ράσο και φορά τη στολή του πολεμιστή.
Στη συνέχεια εκλέγεται αντιπρόσωπος στη συνέλευση της Επιδαύρου. Όταν βλέπει τον κίνδυνο να κατασταλεί η επανάσταση από τον Ιμπραήμ, παίρνει τα όπλα και αποφασίζει να υπερασπιστεί τον τόπο του στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Εκεί βρήκε ηρωικό θάνατο. Η αξία του Παπαφλέσσα φάνηκε κι από την ύστατη απόδοση τιμής από τον Ιμπραήμ, ο οποίος ζήτησε να βρουν το αποκεφαλισμένο σώμα του Παπαφλέσσα και να το στήσουν όρθιο ώστε να τον φιλήσει και να πει : ‘’Είναι κρίμα να πεθαίνουν τέτοιοι λεβέντες’’.
Ο λαός μας τον τίμησε και συνέθεσε για εκείνον το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
«Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη,
τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
– Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,
μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;
– Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
και παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.
τα μάζωξε, τα σύναξε, τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν και τ’ αρμήνευε σαν μάνα σαν πατέρας:
– Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
να κάμωμ’ έναν πόλεμο με τους στραβαραπάδες
κι αν δεν σας ντύσω μ ά λ α μ α, Φλέσσα να μην με πούνε.
Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:
– Του Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη
– Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,
να μην τ’ ακούσ’ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,
να μην τ’ ακούσουν τα ο ρ δ ι ά, μ ε ν τ ά τ ι (=βοήθεια) δεν ελθούνε
να μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.
Ακόμη λόγος έστεκε και συντυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.
– Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του Παπαφλέσσα.
– Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.
– Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω
κι εμέ μ ε ν τ ά τ ι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι
Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες
Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του
– Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.
Τα οστά του Παπαφλέσσα φυλάσσονται στο τοπικό μουσείο στο Μανιάκι.
(Γκαζάκης Παναγιώτης , β΄ τάξη)

O “μπουρλοτιέρης των ψυχών” ξεσηκώνει τους σκλαβωμένους Έλληνες!

Το περίφημο “φίλημα” του Ιμπραήμ στον νεκρό Παπαφλέσσα μετά τη μάχη στο Μανιάκι.

Η προτομή του Παπαφλέσσα στη λεωφόρο των ηρώων στο Πεδίο του Άρεως (Αθήνα).

ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ

Μια Ελληνίδα που δεν πολέμησε με όπλα, αλλά ξεχώρισε για την ανιδιοτελή αγάπη της προς την πατρίδα!!
Η Πανωραία Χατζηκώστα ήταν κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού και σύζυγος του πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου Χατζηκώστα. Φημιζόταν ,όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, αλλά και για τα δικά της και ακόμη για την υπέροχη ομορφιά της!
Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη του Αϊβαλί από εκδίκηση για την επανάσταση των Ελλήνων στην Ελλάδα ,έσφαξαν πολλούς άνδρες και γυναικόπαιδα .Η Πανωραία είδε τότε να σφάζουν οι Τούρκοι μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα παιδιά της .Η οδύνη σάλεψε το λογικό της. Ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν, ήταν τελικά και εκείνη .Για καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και την ανέβασε μαζί με άλλους πρόσφυγες σε ένα καράβι ,που την ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Εκεί την αναγνώρισε ο δάσκαλος των παιδιών της, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και την πήρε υπό την προστασία του. Τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο ελεύθερο Ναύπλιο ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, που ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία ,πτωχή πια ,άρχισε να ξενοπλένει.
Η Πανωραία στη μορφή αλλά και στην ψυχή, αδιαφορώντας για τα προσωπικά της προβλήματα πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά, για να τα μεγαλώσει και να απαλύνει τον πόνο τους. Αργότερα, με σαλεμένο σχεδόν το μυαλό της ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Αυτήν τη ζητιάνα αντίκρισαν τα αλητάκια της παραλίας και περιπαικτικά την αποκάλεσαν «η Ψωροκώσταινα» λόγω της μεγάλης φτώχειας της.
Μια Κυριακή λοιπόν του 1826 η ερανική επιτροπή έστησε ένα τραπέζι στην πλατεία του Ναυπλίου, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για τον ανεφοδιασμό του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Μάταια η επιτροπή περίμενε τους δωρητές να προσφέρουν τον οβολό τους. Κανείς δεν έκανε πρώτο βήμα. Ο σοφός δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος κραυγάζει:«Το Μεσολόγγι χάνεται. Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντομος… Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται…»
Τότε και ενώ όλοι περίμεναν τους προύχοντες πρώτους να κάνουν την κίνηση, η Πανωραία πλησίασε χωρίς δισταγμό στο τραπέζι και άφησε πάνω του όλη της την περιουσία. Όλη της την ζωή. Σαν την πτωχή χήρα του Ευαγγελίου που μακάρισε ο Χριστός για το δίλεπτο της, άφησε το μοναδικό κειμήλιο της προηγούμενης ευτυχισμένης ύπαρξής της, ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Η πλύστρα Χατζηκώσταινα είπε ταπεινά: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο Μεσολόγγι».
Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος μέσα από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Αμέσως μετά θιγμένο φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή άρχισαν να πέφτουν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά.
Όταν έφτασε ο Κυβερνήτης Καποδίστριας στην Ελλάδα τη συμμάζεψε από τους δρόμους και όταν ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που είχε γίνει πλέον γνωστή με το παρανόμι (δηλαδή παρατσούκλι) «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε χωρίς καμία πληρωμή να πλένει τα ρούχα των ορφανών παιδιών και των αγωνιστών της Επανάστασης. Τα παιδιά του ορφανοτροφείου την έκλαψαν σαν μάνα τους, όταν μετά από λίγο πέθανε κι έτσι την παρέδωσαν στην αιώνια κατοικία της.

(Τσιρίκα Ηλιάνα, α΄ τάξη)

Την Πανωραία Χατζηκώστα ζωγράφισε η μαθήτριά μας της α΄ τάξης Ηλιάνα Τσιρίκα!!

Εκείνα τα χρόνια σε μια συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης, κάποιος θέλοντας να μιλήσει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου, το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα του Ναυπλίου, την “ψωροκώσταινα”.
Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται σήμερα, χρησιμοποιείται απαξιωτικά για ολόκληρη τη χώρα μας , υπονοώντας δηλαδή την κακομοιριά και την άθλια οικονομική μας κατάσταση .

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ (1790-1855)

Γεννήθηκε στα Ψαρά . Ο πατέρας του λεγόταν Γεώργιος Παπανικολής. Από πολύ μικρή ηλικία μπήκε στο ναυτικό επάγγελμα και ακολούθησε τον πατέρα του σε αγώνες που έκανε τότε με τους Βέρβερους και Αλγερινούς πειρατές.
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, έγινε πλοίαρχος και έθεσε το πλοίο του στη διάθεση της Βουλής των Ψαρών. Ήταν ο πρώτος που πυρπόλησε επιτυχώς τουρκικό πλοίο και βύθισε ένα δίκροτο με 74 πυροβόλα και 1000 άνδρες στο λιμάνι της Ερεσού στη Λέσβο στις 27 Μαΐου 1821.
Το ίδιο έκανε και στη ναυμαχία του Γέροντα προκαλώντας μαζί με τους συντρόφους του πυρπολητές τον τρόμο στον οθωμανικό στόλου. Συμμετείχε και σε πολλές άλλες καταδρομικές επιχειρήσεις και με τις επιτυχίες του κατέπληξε τους άλλους ναυμάχους.
Με τη λήξη του Αγώνα, τον Ιανουάριο του 1829 επιδόθηκε στο εμπόριο με δικό του μπρίκι, μέχρι το 1833 που ήλθε ο Όθωνας. Τότε η κυβέρνηση αγόρασε το πλοίο του και διατήρησε τον ίδιο κυβερνήτη. Σε ένα ταξίδι που μετέφερε Γερμανούς στην Ανκόνα (Οκτώβριος 1833) και ενώ ο ίδιος αναπαυόταν στην καμπίνα του, οι υφιστάμενοί του λειτούργησαν με απροσεξία σε κατάσταση καταιγίδας. Εκείνος έσπευσε να ανέβει στο κατάστρωμα, χωρίς να κατορθώσει να διασώσει το πλοίο, το οποίο ναυάγησε. Το φορτίο διασώθηκε, αλλά χάθηκε το ταμείο του πλοίου. Ο Παπανικολής δικάστηκε στην Καλαβρία και απέδωσε μέχρι οβολού ό,τι χρωστούσε. Αυτό όμως τον έφερε σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Το 1843 εκλέχθηκε πληρεξούσιος των Ψαρών. Το 1845 στάλθηκε ως κυβερνήτης πλοίου στο Γύθειο προκειμένου να εξομαλύνει μανιάτικες έριδες που είχαν ξεσπάσει στη περιοχή. Το πέτυχε. Ένα χρόνο μετά, το 1846 έληξε και η ναυτική του σταδιοδρομία όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Ναυτοδικείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του το 1855.
Τρία υποβρύχια του πολεμικού ναυτικού μας έχουν φέρει το όνομά του.
(Θωμάς Τσιμπίσης, α΄ τάξη)

Toν ήρωα ζωγράφισε ο μαθητής μας της α΄ τάξης Θωμάς Τσιμπίσης!

Ο Παπανικολής πυρπολεί το τουρκικό δίκροτο στην Ερεσσό της Λέσβου.

Η προτομή του ήρωα στο λιμάνι των Ψαρών.

Το πυρπολικό ή μπουρλότο (μπούρλος= στουπί βυζ.) ήταν παλιό εμπορικό σκάφος που γεμιζόταν με εκρηκτικές – εύφλεκτες ύλες. Μ αυτό πλησίαζαν οι πυρπολητές τα εχθρικά πλοία. Το έδεναν γερά στο πλευρό τους με γάντζους, αλυσίδες και κάβους (χοντρά σχοινιά) και έβαζαν φωτιά στα φιτίλια. Αμέσως μετά οι άνδρες του επιβιβάζονταν σε μια μικρή βάρκα (σκαμπαβία) και το εγκατέλειπαν . Ακολουθούσε έκρηξη και φωτιά που εξαπλωνόταν στο εχθρικό καράβι και το κατέστρεφε.

Το πρώτο Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ έδρασε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκτελώντας συνολικά δεκατέσσερις (14) πολεμικές περιπολίες στην Αδριατική και στο Αιγαίο Πέλαγος, από την 28 Οκτ 1940 έως την 13 Οκτ 1944. Κατά τη διάρκεια των περιπολιών του βύθισε εχθρικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος περί των 13000 τόνων. Παροπλίστηκε το 1945, λόγω παλαιότητας.
Ο πυργίσκος του Υ/Β Παπανικολής διατηρήθηκε στη βάση υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού και στη συνέχεια τοποθετήθηκε ως έκθεμα στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, στον Πειραιά (το βλέπετε στη φωτογραφία)

Το σημερινό Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ είναι το τρίτο στην ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού με αυτό το όνομα. To «Παπανικολής» μπορεί να παραμείνει για μεγάλο διάστημα στον βυθό καθώς έχει αυτονομία στα καύσιμα για δύο εβδομάδες, ενώ το ραντάρ του εκπέμπει σε πολύ μικρή συχνότητα, με αποτέλεσμα να μην γίνεται αντιληπτό από τον εχθρό.
Είναι ένα από τα 4 «αόρατα» υποβρύχια μας που δεν μπορούν οι Τούρκοι να εντοπίσουν!

ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ!

Το παρακάτω βίντεο προβλήθηκε στη β΄ και γ΄ τάξη του σχολείου μας. Αποτέλεσε το ερέθισμα για να γράψουν οι μαθητές ένα παραμύθι για τον Αθανάσιο Διάκο. Το μέλημά τους διπλό: να καταγράψουν όλες τις βασικές πληροφορίες και να παράγουν ένα κείμενο που να έχει όλα τα γνωρίσματα του παραμυθιού.
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ
«Μια φόρα και έναν καιρό, στην Άνω Μουσουνίτσα, γεννήθηκε ένα γλυκό αγοράκι που το έλεγαν Θανάση. Ο Θανασάκης μεγάλωνε σιγά σιγά και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Όταν έγινε 12 ετών, οι γονείς του τον έστειλαν στην εκκλησία για να μάθει να ψέλνει. Κι έψελνε κι έψελνε … σαν αηδόνι! Στα 16 του μπήκε σε μοναστήρι και έγινε διάκος. Εκεί μια μέρα τον είδε ένας Τούρκος πασάς και εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του. Ο πασάς του μίλησε με λόγια προσβλητικά και ο διάκος πάνω στον θυμό του τον σκότωσε. Κι από κείνη τη μέρα πέταξε το ράσο και ντύθηκε την φουστανέλα και το σπαθί .
Οι Τούρκοι τον εκδικήθηκαν σκοτώνοντας τους γονείς του. Ορφανός τώρα πια ο Αθανάσης πηγαίνει στη σχολή του Αλή Πασά και μαθαίνει να πολεμάει. Γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μπαίνει στη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ετοιμάζει τον αγώνα των Ελλήνων. Όταν ο αγώνας αυτός ξεκινά, ο Αθανάσης Διάκος απελευθερώνει τη Λειβαδιά.
Στο μεταξύ 9000 Τούρκοι πλησιάζουν , παιδάκι μου, με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη. Και ο Διάκος με λίγους άνδρες βγαίνει να τους αντιμετωπίσει στο γεφύρι της Αλαμάνας. Οι εχθροί τον περικυκλώνουν. Εκείνος όμως πολεμά σαν λιοντάρι. Στο τέλος, σπάει το σπαθί του και τον πιάνουν ζωντανό. Ο Ομέρ Βρυώνης που βλέπει την ανδρεία του, του λέει : «Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου να αλλάξεις;» Κι ο Διάκος του απαντάει: «Αμέτε και εσείς κι η πίστη σας, Τουρκαλάδες! Εγώ ΓΡΑΙΚΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΡΑΙΚΟΣ ΘΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ!!!».
Τότε ο Ομέρ Βρυώνης τον στέλνει στον Κιοσέ Μεχμέτ, πασά της Λαμίας. Ήταν πολύ σκληρός κι αν υπήρχαν 40 τρόποι για να τον σκοτώσει, εκείνος διάλεξε τον χειρότερο, το παλούκωμα. Έτσι, την άλλη μέρα τον μεταφέρουν στη Λαμία δεμένο πάνω σε ένα άλογο. Εκεί στο κέντρο της πόλης μπροστά στα μάτια όλων τον παλουκώνουν. Την ώρα του μαρτυρίου του φωνάζει : «Δεν υπάρχει ένας άνδρας ωρέ να με τελειώσει;». Μα δεν υπάρχει…Και πάνω στο ξεψύχισμα του το παλικάρι κοιτάζει για τελευταία φορά την ανθισμένη φύση γύρω του και λέει: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι». Λίγες ώρες μετά οι Τούρκοι πήραν το σώμα του και το μετέφεραν στην γέφυρα της Αλαμάνας για να το βλέπουν οι Έλληνες και να φοβούνται.»
– Δηλαδή , γιαγιάκα , πέθανε το παλικάρι;
– Όοχι , παιδάκι μου…. Δεν πεθαίνουν ποτέ τα παλικάρια. Ο Αθανάσης μας ζει και θα ζει μέσα στη σκέψη μας και στην καρδιά μας !!
(συνεργατικό παραμύθι που γράφτηκε από τους μαθητές της γ΄ τάξης μετά την προβολή του βίντεο)
ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό της Ρούμελης, την Άνω Μουσουνίτσα, ένα πρωινό αξημέρωτα, ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Εκεί, ανάμεσα στα βουνά, γεννήθηκε ένα αγόρι που θα έγραφε ιστορία και θα γνώριζε τη δόξα. Τον βάφτισαν Θανάση.
Εκεί στο χωριό του μεγάλωνε. Έβλεπε τα βουνά, τα έλατα και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Ήταν όμορφο παλικάρι. Οι γονείς του ονειρεύονταν γι’ αυτόν μια ζωή διαφορετική. Του μάθαιναν γράμματα, τον έστελναν στην εκκλησία και μάθαινε να ψέλνει.
Όταν έγινε 16 χρονών τον έστειλαν σε ένα μοναστήρι, δυο ώρες δρόμο από το χωριό του. Του άρεσε να ψέλνει με κάθε ευκαιρία και η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά σαν του αηδονιού.
– Τι φωνή είναι αυτή! Λες και όλοι οι άγιοι ψάλλουν μαζί του, έλεγαν όσοι τον άκουγαν. Κι έτσι έγινε διάκος και έβαλε το ράσο του παπά.
Πολλοί τον ζήλευαν. Ανάμεσά τους κι ένας Τούρκος, ο Φερχάτ. Μια μέρα συνάντησε τον διάκο στον δρόμο και τον πρόσβαλε. Ο διάκος δεν άντεξε. Θύμωσε. Πιάνει τον Φερχάτ από τον λαιμό και τον σκοτώνει. Οι Τούρκοι τον κυνηγάν για να τον πιάσουν. Αυτός βγάζει το ράσο, βάζει τη φουστανέλα, πιάνει το σπαθί του και αποχαιρετά το μοναστήρι. Ανεβαίνει στα βουνά και ξεκινά τον πόλεμο ενάντια στους Τούρκους. Αυτοί όμως βρίσκουν τρόπο να τον εκδικηθούν. Πηγαίνουν στο χωριό του και σκοτώνουν τους γονείς του.
Τα επόμενα χρόνια ο Διάκος παίρνει μέρος σε μάχες μαζί με την ομάδα του, νικά και έτσι βοηθάει κι αυτός ώστε η Ελλάδα να γίνει πάλι ελεύθερη, να διώξει τους Τούρκους.
Ώσπου ξημέρωσε η μέρα που θα έκανε τη μάχη της ζωής του. Μαζί με δύο συντρόφους του και τους συμπολεμιστές τους αποφασίζουν να σταματήσουν τον τούρκικο στρατό. ‘Ήταν λίγοι απέναντι σε πολλούς. Αλλά αυτό δεν τον φόβισε. Πήρε θέση στη γέφυρα της Αλαμάνας. Οι Τούρκοι τους ορμούν και τους διαλύουν μετά από τρομερή μάχη. Ο Διάκος, όμως, δεν φεύγει από τη θέση του. Πολεμά σαν θεριό. Όμως τον πιάνουν ζωντανό, με σπασμένο σπαθί. Τον δένουν χειροπόδαρα και τον φέρνουν μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, έναν φοβερό Τούρκο. Αυτός τον κοιτά, χαμογελά και του λέει:
-Ω ρε Διάκο… άλλαξε την πίστη σου και έλα να τουρκέψεις. Στρατηγό θα σε κάνω…
Ο Διάκος τον κοιτά στα μάτια, χωρίς φόβο, και του λέει:
-Άμετε και σεις και η πίστη σας Τουρκαλάδες. Εγώ Έλληνας γεννήθηκα, Έλληνας θέλω να πεθάνω.
Θυμώνει τότε ο Ομέρ Βρυώνης και τον στέλνει σε έναν άλλον Τούρκο πασά. Αυτός είχε καρδιά σαν πέτρα. Ήταν σκληρός και επιλέγει για τον Διάκο τον χειρότερο θάνατο. Το παλούκωμα. Δεν λυπήθηκε καθόλου το παλικάρι.
-Μας καταστρέφει τα χωράφια. Μας έχει σκοτώσει τους συγγενείς. Σκότωσέ τον πασά μου, έλεγαν οι Τούρκοι της περιοχής.
Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί φέρνουν τον Αθανάσιο Διάκο, πάνω σ’ ένα άλογο δεμένο, στην πόλη. Εκεί ήταν μαζεμένοι οι Τούρκοι για να χαρούν με το θέαμα. Το μαρτύριο είναι φοβερό, ατελείωτο. Ο Διάκος υποφέρει, τρελαίνεται από τον πόνο και φωνάζει:
-Ένας άντρας δεν υπάρχει να με τελειώσει;
Κάποιοι λένε πως ένας Αλβανός έβγαλε ένα όπλο, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Άλλοι λένε πως υπέφερε ως το τέλος που ξεψύχησε. Οι Τούρκοι πήραν το κορμί του και το πήγαν στη γέφυρα της Αλαμάνας. Ήθελαν όσοι περνούν από κει να το βλέπουν και να φοβούνται.
Έτσι τελείωσε η ζωή αυτού του παλικαριού. Οι Έλληνες όμως δεν τον ξέχασαν ποτέ. Του έστησαν μνημεία, αγάλματα, σταυρούς, του έγραψαν ποιήματα και τραγούδια και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας. Σε αυτόν και σε άλλους ήρωες χρωστά αυτή η χώρα την ελευθερία της και πάντα θα τους θυμάται και θα τους δοξάζει.
(Χρύσα Χατζηπαπανικολάου, β΄ τάξη)

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ (1788-1821)

Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε ένας από τους πιο αγνούς και θρυλικούς ήρωες της επανάστασης. Έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Γεννήθηκε στο χωριό Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας (σημ. Αθανάσιος Διάκος) .Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας.
Ο πατέρας του μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Τέσσερα χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έκανε ανήθικες προτάσεις, θαμπωμένος από την ομορφιά του.
Κατέφυγε τότε στο σώμα του Τσαμ καλόγερου και έγινε κλέφτης . Εκεί έλαβε και το προσωνύμιο «Διάκος», με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία. Διακρίθηκε σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Όταν ο καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους , ο Διάκος έμεινε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες μακριά. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».
Στα επόμενα χρόνια διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818.
Το 1820 έγινε αρχηγός «των αρμάτων της Λιβαδειάς», ενώ είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. ο Θεός νικά). Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες.
Στις 23 Απριλίου 1821 κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη ζωντανός. Μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας “Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!”. Ο Ομέρ Βρυώνης έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ζήτησε την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του. Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε στη Λαμία και δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό (παλούκωμα).
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Την ώρα του μαρτυρίου του στράφηκε προς τους Τουρκαλβανούς που παρακολουθούσαν και είπε «Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας ένας άντρας να με τελειώσει ;» Κι ένα παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: “Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι”.
Μετά τον θάνατό του, λένε κάποιοι, οι Τούρκοι πέταξαν το σώμα του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και το έθαψαν , στον χώρο που υπάρχει σήμερα το μνημείο του.
Ο λαός μας για να τιμήσει τον ήρωα του τραγουδάει το ακόλουθο δημοτικό κλέφτικο τραγούδι:
“Tου Διάκου”
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
(Αποστολία Δρουμαλιά , β΄τάξη)

Toν ήρωα ζωγράφισε η μαθήτρια της β΄ τάξης Αποστολία Δρουμαλιά!

Η στιγμή της σύλληψης του….

«Διάκος»
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

Ο αγωνιστής, μια που το όπλο τού ήταν απαραίτητο για την ζωή του και γι’ αυτόν τον λόγο ο αχώριστος σύντροφός του, αποκτούσε ένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί του. Έφτανε στο σημείο, λοιπόν, πολλές φορές να του δίνει μέχρι και όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το καριοφίλι του το έλεγε “παπαδιά”. Το Καριοφίλι αυτό φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943), ο μεγάλος μας αυτός ποιητής, έγραψε:
“ Στης Αλαμάνας η Κλειώ το θρυλικό γεφύρι
τη δάφνη την αμάραντη κατέβηκε να σπείρει
κι η Ελευθερία, που τ’ άστρο της ανέσπερο στην πλάση,
το Λεωνίδα ανάστησε στο Διάκο το Θανάση.”
“Η μάχη της Αλαμάνας”, έργο της λαϊκής ζωγράφου Γιάννας Ξέρα.

Το γεφύρι της Αλαμάνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε περίπου καταστράφηκε ολοσχερώς σε κάποια μεγάλη πλημμύρα από τα ορμητικά νερά του Σπερχειού ποταμού.

η φετινή χρονιά που η Ελλάδα μας, γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ο Δήμος Λαμιέων σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, αποτίει ελάχιστο φόρο τιμής στους ήρωες Αθανάσιο Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη και τα παλικάρια τους που πολέμησαν ηρωικά στην Αλαμάνα. Θα αναδείξει τον τόπο της τελευταίας μάχης του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα με την αναστήλωση της ιστορικής γέφυρας και τη δημιουργία ενός σύγχρονου κέντρου ιστορικής ενημέρωσης, αξιοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (1797-1864)

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου. Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και του δόθηκε από τους συγχωριανούς του για το ψηλό του ανάστημα.
Παντρεύτηκε την αρχοντοπούλα Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά 12 παιδιά: 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν ενώ ο ίδιος ζούσε.
Πολέμησε στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στην πολιορκία της Άρτας, στη μάχη της Αθήνας, στην υπεράσπιση του Νεοκάστρου, στους Μύλους της Αργολίδας ,στην πολιορκία της Ακρόπολης. Τραυματίστηκε πάρα πολλές φορές.
Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά σε ηλικία 33 χρόνων – «στα γεράματά του», όπως σημειώνει χαριτολογώντας – «έμαθε γράμματα, για να γράψει τον βίο του».
Όταν υπηρετούσε την Κυβέρνηση Καποδίστρια ως αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως Πελοποννήσου, και συγκεκριμένα από τον Φεβρουάριο του 1829, εγκαταστάθηκε στο Άργος. Εκεί άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του. Σας παραθέτω μερικά αποσπάσματα για να θαυμάσετε την προσωπικότητά του, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, μα και την ελληνική ψυχή γενικά:
[Η απάντηση στο Δεριγνύ]
Εκεί οπού ‘φκιανα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς* να με ιδεί. Μου λέγει: “Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες• τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει• και θα δείξομεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε µ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε• τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιαύτη• και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. – “Τρε μπιέν”**, λέγει και αναχώρησε ο ναύαρχος.
* Ντερνύς: Ο φιλέλληνας Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ. ** Τρε μπιέν: πολύ καλά (γαλλ.)
[Είστε πολλά ολίγοι]
Έκατζα να φάγω ψωμί. Ήρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι µ’ ανθρώπους από τη φεργάδα να πάρουνε μέσα τις τουλούμπες* και τ’ άλλα τους τα πράγματα, να μη χαθούνε οπού θ’ άνοιγε ο πόλεμος. Κράτησα τους αξιωματικούς και φάγαμεν μαζί. Μου λένε: “Είστε πολλά ολίγοι κι αυτηνοί πολλοί, οι Τούρκοι, και ταχτικοί** κι αυτήνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμης και δεν θα βαστάξετε. -Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαίαν αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ’ είναι πολλοί αυτηνοί και μαθητικοί*** κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα εμείς απ’ ούλα είμαστε αδύνατοι• όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους• κι αν πεθάνομεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια τη θρησκεία μας, και πολεμούμεν αναντίον της τυραγνίας• κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένει αθάνατος• κι όταν ο Χάρος θα ‘ρθει να μας πάρει, όταν θέλει, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνομεν”. Με φίλησε ένας απ’ αυτούς και τον φίλησα κι εγώ. Ύστερα φύγαν.
*τουλούμπα: η αντλία, τρόμπα. ** ταχτικοί: εκπαιδευμένοι, οργανωμένοι. *** μαθητικοί: εξασκημένοι.
[Τα αγάλματα]
Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ίδια• φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν των Ευρωπαίων χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: “Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε”.
[Είμαστε στο εμείς…]
Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγει το δίκιον. Δια κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω• ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαράμηδες* και να ζήσω κι εγώ σε τούτην την κοινωνίαν, όσο έχω τ’ αμανέτι** του Θεού εις το σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερο από το χερότερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα -ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ• όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” και όχι εις το “εγώ”. Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: “Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες”, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας και της κοινωνίας.
* χαράμηδες: αυτοί που τρώνε άδικα το βίος του άλλου. ** αμανέτι (και αμανάτι): ενέχυρο για την εξασφάλιση ενός χρέους. Το νόημα είναι ότι ο Θεός μας έδωσε τη ζωή για να κάνουμε το χρέος μας.
Το 1852 κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα και προφυλακίστηκε. Τον έριξαν στις υγρές φυλακές του Μεντρεσέ (φυλακή για κακούργους), όπου οι πληγές που είχε στο κορμί του κακοφόρμισαν. «Διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», όπως έγραψε ο Αναστάσιος Γούδας (γιατρός). Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με διαταγή του ‘Οθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών. Τελικά αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη τον Σεπτέμβριο 1854, αλλά με πολύ κλονισμένη την υγεία του και εξαιρετικά αδύναμο τον οργανισμό του απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του, «Μακρυγιάννη»).
Στις 17 Οκτωβρίου 1862 η προσωρινή κυβέρνηση τον αποκατέστησε στο βαθμό του υποστρατήγου και στις 20 Απριλίου 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο. Πέθανε λίγες μέρες μετά στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών. Τάφηκε στο α΄ νεκροταφείο Αθηνών.
(Αντωνιάδου Χρύσα, γ΄ τάξη)

[Στο πανηγύρι τ’ Αγιαννιού]
Έγινα ως δεκατεσσάρων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ’ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι• μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη.
Τότε µ’ έπιασε σε όλον τον κόσμο ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν µ’ έβαλε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊ Γιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία.
Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες• τ’ είναι αυτό οπούγινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.
[ το καντήλι υπάρχει ακόμα και σήμερα στην εκκλησία της Δεσφίνας]

Ο Μακρυγιάννης στη νεκρική του κλίνη.  Δείχνει πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του λόγω των τραυμάτων που είχε αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του.
Πρώτη φορά τραυματίζεται το Σεπτέμβριο του 1821 στην περιοχή του Πέτα από πυροβόλο όπλο στη δεξιά κνήμη. Το βλήμα πιθανώς έμεινε μέσα χωρίς να αφαιρεθεί. Η δεύτερη φορά που τραυματίστηκε ήταν το 1825 στους Μύλους Αργολίδος στον πήχη του δεξιού χεριού του. Καθώς υπέφερε, οι γιατροί θέλησαν να τον ακρωτηριάσουν από το ύψος του ώμου, αλλά ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Το χέρι βέβαια δεν γιατρεύτηκε τελείως αλλά του έμεινε στον δείκτη μια μικρή δυσχέρεια. Ο πιο σημαντικός όμως τραυματισμός που επηρέασε την ψυχική του υγεία σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Δέχθηκε σε μια συμπλοκή τραύμα στο πλάγιο του τραχήλου (του λαιμού του δηλαδή). Πέφτοντας κάτω ποδοπατήθηκε από τους υποχωρούντες συμπολεμιστές του. Σηκώνεται και ξανατραυματίζεται στο αριστερό βρέγμα (στο κεφάλι πιο απλά) και αιμορραγεί πάλι στην ινιακή χώρα. Αφαίρεση του βλήματος από τον τράχηλο δεν επιχειρήθηκε ούτε ανάταξη των σπασμένων οστών του κρανίου αφού θα αύξανε την πιθανότητα ενδοκρανιακού αιματώματος.
Τα τραύματα είναι αυτά που επιτείνουν τις μελλοντικές ασθένειές του. Ιδιαίτερα τα τραύματα στο κεφάλι του προκαλούν επεισόδια ζάλης και μια κρίση απώλειας συνείδησης. Σ αυτά αποδίδονται διάφορα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα και μια μορφή επιληψίας , που όσο περνούσαν τα χρόνια επιδεινώνονταν.

Το γύψινο εκμαγείο που αποτύπωσε το πρόσωπο του Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Τα όπλα του Μακρυγιάννη . Φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Προσωπικά αντικείμενα του ήρωα που φυλάσσονται κι αυτά στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Μεταξύ αυτών ο ταμπουράς του που φέρει τα αρχικά του (Γ.Μ.)
[Το τραγούδι]
Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι φάγαμεν ψωμί• τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν. Με περιεκάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω .Τραγουδούσα καλά. Τότε λέω ένα τραγούδι:
Ο Ήλιος εβασίλεψε Έλληνα μου, βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια, τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
“Εψές οπού βασίλεψα πίσω από μια ραχούλα, άκ’ σα γυναικεία κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα. Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα”.
(από τα Απομνημονεύματα)

«Έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε, αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας (έμπνευση-αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Ζωγράφου), ήταν είκοσι πέντε κάδρα βυζαντινής τεχνικής σε ξύλο, ζωγραφισμένα με αυγοτέμπερα. Βλέπετε την “Πολιορκία της Ακρόπολης υπό του Κιουταχή”.

Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη τα χρωστάμε ολοκληρωτικά στον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον ακαταπόνητο λόγιο που έβαλε σκοπό ζωής να σώσει από την αφάνεια και τη φθορά κάθε λογής αρχειακό υλικό, αλλά κυρίως υλικό σχετικό με το 1821. Ο Βλαχογιάννης έφερε στην επιφάνεια και εξέδωσε πάρα πολλά κείμενα, αλλά το διαμάντι του στέμματος, μπορούμε να πούμε, είναι τα γραφτά του Μακρυγιάννη.
Όπως έγραψε ο ίδιος, από τις έρευνές του σε παλιές εφημερίδες της εποχής του Όθωνα, είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Μακρυγιάννης, άνθρωπος που επιδίωκε επίμονα να εκφράζει τη γνώμη του στον Τύπο, ήταν πολύ πιθανό να είχε γράψει και κάποιου είδους απομνημονεύματα.
Οπότε, ο Βλαχογιάννης άρχισε να επισκέπτεται ταχτικά τον γιο τού αγωνιστή, τον συνταγματάρχη του Μηχανικού Κίτσο Μακρυγιάννη, ο οποίος έμενε στο ίδιο σπίτι, και να τον πιέζει να ψάξει σε υπόγεια και σε κασέλες μήπως βρει γραφτά του πατέρα του. Και πράγματι, μια μέρα ο Κίτσος Μακρυγιάννης του ανάγγειλε με κραυγές χαράς πως μέσα σε έναν τενεκέ, χωμένο κάτω από παλιοκάσονα, είχε βρει μισοσαπισμένο ένα χειρόγραφο του στρατηγού.
Ο Βλαχογιάννης αφιέρωσε δεκαεφτά μήνες στην ανάγνωση και τη μεταγραφή του χειρογράφου. Τα απομνημονεύματα εκδόθηκαν αρχικά με έξοδα του Κίτσου Μακρυγιάννη και της αδελφής του.

Η υπογραφή του ήρωα!