ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ (1788-1825)

Ο Γεώργιος Δικαίος ή Φλέσσας γνωστός ως Παπαφλέσσας καταγόταν από την Πολιανή της Μεσσηνίας και ήταν το εικοστό όγδοο παιδί του Δημήτριου Δικαίου. Από μικρός ήταν ζωηρός, τολμηρός και ανυπότακτος. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ένας ταπεινός καλόγερος του χωριού του. Το τι τράβηξε αυτός ο άνθρωπος από το μαθητή του δεν περιγράφεται. Διέβλεψε όμως ότι θα γίνει μεγάλος και ότι «θα βάζει δέκα γραμματιζούμενους μπροστά και θα τους πηγαίνει σαν πρόβατα όπου θέλει».
Αρχικά, ο ήρωάς μας φοίτησε στην ονομαστή σχολή της Δημητσάνας, αλλά ποτέ δεν την τελείωσε. Σε ηλικία 28 ετών έγινε καλόγερος και τότε πήρε το όνομα Γρηγόριος. Ύστερα από διαφωνίες με τον ηγούμενο της μονής όπου διαβιούσε και μετά από τη σύγκρουσή του με έναν Τούρκο αξιωματούχο της περιοχής κατέφυγε στη Ζάκυνθο. Εκεί άκουσε για την γαλλική επανάσταση και για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Εκεί γνώρισε και τον Κολοκοτρώνη. Οι σχέσεις των δυο αυτών μεγάλων αντρών πέρασαν φάσεις φιλίας αλλά και αδυσώπητης έχθρας.
Αργότερα αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και λίγο πριν να φύγει υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα γυρίσει είτε δεσπότης είτε πασάς. Εκεί μορφώθηκε και μάλιστα έλεγε στον εαυτό του : «Οσα δεν διάβασες τότε που έπρεπε τα διαβάζεις τώρα» . Έτσι με την αποφασιστικότητα, την εξυπνάδα αλλά και την μόρφωση γνωρίστηκε με τον Πατριάρχη ο οποίος ενθουσιάστηκε και τον χειροτόνησε αρχιμανδρίτη.
Στο πρόσωπο του Παπαφλέσσα ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας βρήκε τον ιδανικό προπαγανδιστή της . Τον στέλνει στις ηγεμονίες των Βαλκανίων για να προετοιμάσει εκεί το έδαφος της επανάστασης. Η τόσο μάλιστα φανερή δραστηριότητα του δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη από τις τουρκικές αρχές. Αμέτρητες οι φορές που κινδύνεψε θανάσιμα αλλά πάντα γλίτωνε. Οι ενέργειες αυτές δεν ενοχλούσαν μόνο τους Τούρκους αλλά άρχισαν να ενοχλούν και κάποιους Έλληνες όπως τον ίδιο τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Η αντιπαράθεση των δυο αντρών οδήγησε τον Παπαφλέσσα να απαιτήσει από τον Αναγνωστόπουλο να του γνωρίσει την Αρχή της Φιλικής Εταιρίας . Και όπως είπε ο Δημήτριος Φωτιάδης «ο Παπαφλέσσας ήταν ο μόνος που μπήκε στην Αρχή με το έτσι θέλω»
Στη συνέχεια έπεισε τον Υψηλάντη με ψέματα να ξεκινήσει την επανάσταση από τον Μοριά. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1820 με χρήματα στις τσέπες και με επιστολή του Υψηλάντη που τον όριζε εκπρόσωπο του ναύλωσε καράβι και έφτασε στο Αϊβαλί για να εφοδιαστεί με πολεμοφόδια κι από κει συνέχισε για τον Μοριά. Εκεί προσπάθησε με ό,τι τρόπο είχε να πείσει τους προεστούς να ξεκινήσει η επανάσταση πράγμα που τελικά το κατάφερε χρησιμοποιώντας και δω πολλά ψέματα. Όλους τους τρόπους μεταχειρίστηκε για να ξεσηκώσει τους Έλληνες. Δικαίως τον αποκάλεσαν «μπουρλοτιέρη των ψυχών» !
Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας, μαζί του κι ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυρομιχάλης και άλλοι καπεταναίοι μπαίνουν στην Καλαμάτα και την ελευθερώνουν. Από εκείνη τη στιγμή πετά το ράσο και φορά τη στολή του πολεμιστή.
Στη συνέχεια εκλέγεται αντιπρόσωπος στη συνέλευση της Επιδαύρου. Όταν βλέπει τον κίνδυνο να κατασταλεί η επανάσταση από τον Ιμπραήμ, παίρνει τα όπλα και αποφασίζει να υπερασπιστεί τον τόπο του στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Εκεί βρήκε ηρωικό θάνατο. Η αξία του Παπαφλέσσα φάνηκε κι από την ύστατη απόδοση τιμής από τον Ιμπραήμ, ο οποίος ζήτησε να βρουν το αποκεφαλισμένο σώμα του Παπαφλέσσα και να το στήσουν όρθιο ώστε να τον φιλήσει και να πει : ‘’Είναι κρίμα να πεθαίνουν τέτοιοι λεβέντες’’.
Ο λαός μας τον τίμησε και συνέθεσε για εκείνον το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
«Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη,
τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
– Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,
μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;
– Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
και παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.
τα μάζωξε, τα σύναξε, τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν και τ’ αρμήνευε σαν μάνα σαν πατέρας:
– Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
να κάμωμ’ έναν πόλεμο με τους στραβαραπάδες
κι αν δεν σας ντύσω μ ά λ α μ α, Φλέσσα να μην με πούνε.
Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:
– Του Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη
– Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,
να μην τ’ ακούσ’ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,
να μην τ’ ακούσουν τα ο ρ δ ι ά, μ ε ν τ ά τ ι (=βοήθεια) δεν ελθούνε
να μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.
Ακόμη λόγος έστεκε και συντυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.
– Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του Παπαφλέσσα.
– Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.
– Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω
κι εμέ μ ε ν τ ά τ ι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι
Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες
Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του
– Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.
Τα οστά του Παπαφλέσσα φυλάσσονται στο τοπικό μουσείο στο Μανιάκι.
(Γκαζάκης Παναγιώτης , β΄ τάξη)

O “μπουρλοτιέρης των ψυχών” ξεσηκώνει τους σκλαβωμένους Έλληνες!

Το περίφημο “φίλημα” του Ιμπραήμ στον νεκρό Παπαφλέσσα μετά τη μάχη στο Μανιάκι.

Η προτομή του Παπαφλέσσα στη λεωφόρο των ηρώων στο Πεδίο του Άρεως (Αθήνα).