ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Το Γυμνάσιο αναστέλει την δια ζώσης λειτουργία του.

Τα μαθήματα από 16 έως 29 Μαρτίου θα πραγματοποιηθούν μέσω webex. Θα τηρηθεί το ωρολόγιο πρόγραμμα.

Μένουμε σπίτι μας και είμαστε ασφαλής

 

ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ!

Το παρακάτω βίντεο προβλήθηκε στη β΄ και γ΄ τάξη του σχολείου μας. Αποτέλεσε το ερέθισμα για να γράψουν οι μαθητές ένα παραμύθι για τον Αθανάσιο Διάκο. Το μέλημά τους διπλό: να καταγράψουν όλες τις βασικές πληροφορίες και να παράγουν ένα κείμενο που να έχει όλα τα γνωρίσματα του παραμυθιού.
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ
«Μια φόρα και έναν καιρό, στην Άνω Μουσουνίτσα, γεννήθηκε ένα γλυκό αγοράκι που το έλεγαν Θανάση. Ο Θανασάκης μεγάλωνε σιγά σιγά και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Όταν έγινε 12 ετών, οι γονείς του τον έστειλαν στην εκκλησία για να μάθει να ψέλνει. Κι έψελνε κι έψελνε … σαν αηδόνι! Στα 16 του μπήκε σε μοναστήρι και έγινε διάκος. Εκεί μια μέρα τον είδε ένας Τούρκος πασάς και εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του. Ο πασάς του μίλησε με λόγια προσβλητικά και ο διάκος πάνω στον θυμό του τον σκότωσε. Κι από κείνη τη μέρα πέταξε το ράσο και ντύθηκε την φουστανέλα και το σπαθί .
Οι Τούρκοι τον εκδικήθηκαν σκοτώνοντας τους γονείς του. Ορφανός τώρα πια ο Αθανάσης πηγαίνει στη σχολή του Αλή Πασά και μαθαίνει να πολεμάει. Γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μπαίνει στη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ετοιμάζει τον αγώνα των Ελλήνων. Όταν ο αγώνας αυτός ξεκινά, ο Αθανάσης Διάκος απελευθερώνει τη Λειβαδιά.
Στο μεταξύ 9000 Τούρκοι πλησιάζουν , παιδάκι μου, με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη. Και ο Διάκος με λίγους άνδρες βγαίνει να τους αντιμετωπίσει στο γεφύρι της Αλαμάνας. Οι εχθροί τον περικυκλώνουν. Εκείνος όμως πολεμά σαν λιοντάρι. Στο τέλος, σπάει το σπαθί του και τον πιάνουν ζωντανό. Ο Ομέρ Βρυώνης που βλέπει την ανδρεία του, του λέει : «Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου να αλλάξεις;» Κι ο Διάκος του απαντάει: «Αμέτε και εσείς κι η πίστη σας, Τουρκαλάδες! Εγώ ΓΡΑΙΚΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΡΑΙΚΟΣ ΘΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ!!!».
Τότε ο Ομέρ Βρυώνης τον στέλνει στον Κιοσέ Μεχμέτ, πασά της Λαμίας. Ήταν πολύ σκληρός κι αν υπήρχαν 40 τρόποι για να τον σκοτώσει, εκείνος διάλεξε τον χειρότερο, το παλούκωμα. Έτσι, την άλλη μέρα τον μεταφέρουν στη Λαμία δεμένο πάνω σε ένα άλογο. Εκεί στο κέντρο της πόλης μπροστά στα μάτια όλων τον παλουκώνουν. Την ώρα του μαρτυρίου του φωνάζει : «Δεν υπάρχει ένας άνδρας ωρέ να με τελειώσει;». Μα δεν υπάρχει…Και πάνω στο ξεψύχισμα του το παλικάρι κοιτάζει για τελευταία φορά την ανθισμένη φύση γύρω του και λέει: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι». Λίγες ώρες μετά οι Τούρκοι πήραν το σώμα του και το μετέφεραν στην γέφυρα της Αλαμάνας για να το βλέπουν οι Έλληνες και να φοβούνται.»
– Δηλαδή , γιαγιάκα , πέθανε το παλικάρι;
– Όοχι , παιδάκι μου…. Δεν πεθαίνουν ποτέ τα παλικάρια. Ο Αθανάσης μας ζει και θα ζει μέσα στη σκέψη μας και στην καρδιά μας !!
(συνεργατικό παραμύθι που γράφτηκε από τους μαθητές της γ΄ τάξης μετά την προβολή του βίντεο)
ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό της Ρούμελης, την Άνω Μουσουνίτσα, ένα πρωινό αξημέρωτα, ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Εκεί, ανάμεσα στα βουνά, γεννήθηκε ένα αγόρι που θα έγραφε ιστορία και θα γνώριζε τη δόξα. Τον βάφτισαν Θανάση.
Εκεί στο χωριό του μεγάλωνε. Έβλεπε τα βουνά, τα έλατα και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Ήταν όμορφο παλικάρι. Οι γονείς του ονειρεύονταν γι’ αυτόν μια ζωή διαφορετική. Του μάθαιναν γράμματα, τον έστελναν στην εκκλησία και μάθαινε να ψέλνει.
Όταν έγινε 16 χρονών τον έστειλαν σε ένα μοναστήρι, δυο ώρες δρόμο από το χωριό του. Του άρεσε να ψέλνει με κάθε ευκαιρία και η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά σαν του αηδονιού.
– Τι φωνή είναι αυτή! Λες και όλοι οι άγιοι ψάλλουν μαζί του, έλεγαν όσοι τον άκουγαν. Κι έτσι έγινε διάκος και έβαλε το ράσο του παπά.
Πολλοί τον ζήλευαν. Ανάμεσά τους κι ένας Τούρκος, ο Φερχάτ. Μια μέρα συνάντησε τον διάκο στον δρόμο και τον πρόσβαλε. Ο διάκος δεν άντεξε. Θύμωσε. Πιάνει τον Φερχάτ από τον λαιμό και τον σκοτώνει. Οι Τούρκοι τον κυνηγάν για να τον πιάσουν. Αυτός βγάζει το ράσο, βάζει τη φουστανέλα, πιάνει το σπαθί του και αποχαιρετά το μοναστήρι. Ανεβαίνει στα βουνά και ξεκινά τον πόλεμο ενάντια στους Τούρκους. Αυτοί όμως βρίσκουν τρόπο να τον εκδικηθούν. Πηγαίνουν στο χωριό του και σκοτώνουν τους γονείς του.
Τα επόμενα χρόνια ο Διάκος παίρνει μέρος σε μάχες μαζί με την ομάδα του, νικά και έτσι βοηθάει κι αυτός ώστε η Ελλάδα να γίνει πάλι ελεύθερη, να διώξει τους Τούρκους.
Ώσπου ξημέρωσε η μέρα που θα έκανε τη μάχη της ζωής του. Μαζί με δύο συντρόφους του και τους συμπολεμιστές τους αποφασίζουν να σταματήσουν τον τούρκικο στρατό. ‘Ήταν λίγοι απέναντι σε πολλούς. Αλλά αυτό δεν τον φόβισε. Πήρε θέση στη γέφυρα της Αλαμάνας. Οι Τούρκοι τους ορμούν και τους διαλύουν μετά από τρομερή μάχη. Ο Διάκος, όμως, δεν φεύγει από τη θέση του. Πολεμά σαν θεριό. Όμως τον πιάνουν ζωντανό, με σπασμένο σπαθί. Τον δένουν χειροπόδαρα και τον φέρνουν μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, έναν φοβερό Τούρκο. Αυτός τον κοιτά, χαμογελά και του λέει:
-Ω ρε Διάκο… άλλαξε την πίστη σου και έλα να τουρκέψεις. Στρατηγό θα σε κάνω…
Ο Διάκος τον κοιτά στα μάτια, χωρίς φόβο, και του λέει:
-Άμετε και σεις και η πίστη σας Τουρκαλάδες. Εγώ Έλληνας γεννήθηκα, Έλληνας θέλω να πεθάνω.
Θυμώνει τότε ο Ομέρ Βρυώνης και τον στέλνει σε έναν άλλον Τούρκο πασά. Αυτός είχε καρδιά σαν πέτρα. Ήταν σκληρός και επιλέγει για τον Διάκο τον χειρότερο θάνατο. Το παλούκωμα. Δεν λυπήθηκε καθόλου το παλικάρι.
-Μας καταστρέφει τα χωράφια. Μας έχει σκοτώσει τους συγγενείς. Σκότωσέ τον πασά μου, έλεγαν οι Τούρκοι της περιοχής.
Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί φέρνουν τον Αθανάσιο Διάκο, πάνω σ’ ένα άλογο δεμένο, στην πόλη. Εκεί ήταν μαζεμένοι οι Τούρκοι για να χαρούν με το θέαμα. Το μαρτύριο είναι φοβερό, ατελείωτο. Ο Διάκος υποφέρει, τρελαίνεται από τον πόνο και φωνάζει:
-Ένας άντρας δεν υπάρχει να με τελειώσει;
Κάποιοι λένε πως ένας Αλβανός έβγαλε ένα όπλο, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Άλλοι λένε πως υπέφερε ως το τέλος που ξεψύχησε. Οι Τούρκοι πήραν το κορμί του και το πήγαν στη γέφυρα της Αλαμάνας. Ήθελαν όσοι περνούν από κει να το βλέπουν και να φοβούνται.
Έτσι τελείωσε η ζωή αυτού του παλικαριού. Οι Έλληνες όμως δεν τον ξέχασαν ποτέ. Του έστησαν μνημεία, αγάλματα, σταυρούς, του έγραψαν ποιήματα και τραγούδια και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας. Σε αυτόν και σε άλλους ήρωες χρωστά αυτή η χώρα την ελευθερία της και πάντα θα τους θυμάται και θα τους δοξάζει.
(Χρύσα Χατζηπαπανικολάου, β΄ τάξη)

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ (1788-1821)

Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε ένας από τους πιο αγνούς και θρυλικούς ήρωες της επανάστασης. Έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Γεννήθηκε στο χωριό Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας (σημ. Αθανάσιος Διάκος) .Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας.
Ο πατέρας του μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Τέσσερα χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έκανε ανήθικες προτάσεις, θαμπωμένος από την ομορφιά του.
Κατέφυγε τότε στο σώμα του Τσαμ καλόγερου και έγινε κλέφτης . Εκεί έλαβε και το προσωνύμιο «Διάκος», με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία. Διακρίθηκε σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Όταν ο καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους , ο Διάκος έμεινε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες μακριά. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».
Στα επόμενα χρόνια διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818.
Το 1820 έγινε αρχηγός «των αρμάτων της Λιβαδειάς», ενώ είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. ο Θεός νικά). Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες.
Στις 23 Απριλίου 1821 κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη ζωντανός. Μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας “Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!”. Ο Ομέρ Βρυώνης έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ζήτησε την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του. Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε στη Λαμία και δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό (παλούκωμα).
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Την ώρα του μαρτυρίου του στράφηκε προς τους Τουρκαλβανούς που παρακολουθούσαν και είπε «Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας ένας άντρας να με τελειώσει ;» Κι ένα παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: “Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι”.
Μετά τον θάνατό του, λένε κάποιοι, οι Τούρκοι πέταξαν το σώμα του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και το έθαψαν , στον χώρο που υπάρχει σήμερα το μνημείο του.
Ο λαός μας για να τιμήσει τον ήρωα του τραγουδάει το ακόλουθο δημοτικό κλέφτικο τραγούδι:
“Tου Διάκου”
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
(Αποστολία Δρουμαλιά , β΄τάξη)

Toν ήρωα ζωγράφισε η μαθήτρια της β΄ τάξης Αποστολία Δρουμαλιά!

Η στιγμή της σύλληψης του….

«Διάκος»
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

Ο αγωνιστής, μια που το όπλο τού ήταν απαραίτητο για την ζωή του και γι’ αυτόν τον λόγο ο αχώριστος σύντροφός του, αποκτούσε ένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί του. Έφτανε στο σημείο, λοιπόν, πολλές φορές να του δίνει μέχρι και όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το καριοφίλι του το έλεγε “παπαδιά”. Το Καριοφίλι αυτό φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943), ο μεγάλος μας αυτός ποιητής, έγραψε:
“ Στης Αλαμάνας η Κλειώ το θρυλικό γεφύρι
τη δάφνη την αμάραντη κατέβηκε να σπείρει
κι η Ελευθερία, που τ’ άστρο της ανέσπερο στην πλάση,
το Λεωνίδα ανάστησε στο Διάκο το Θανάση.”
“Η μάχη της Αλαμάνας”, έργο της λαϊκής ζωγράφου Γιάννας Ξέρα.

Το γεφύρι της Αλαμάνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε περίπου καταστράφηκε ολοσχερώς σε κάποια μεγάλη πλημμύρα από τα ορμητικά νερά του Σπερχειού ποταμού.

η φετινή χρονιά που η Ελλάδα μας, γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ο Δήμος Λαμιέων σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, αποτίει ελάχιστο φόρο τιμής στους ήρωες Αθανάσιο Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη και τα παλικάρια τους που πολέμησαν ηρωικά στην Αλαμάνα. Θα αναδείξει τον τόπο της τελευταίας μάχης του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα με την αναστήλωση της ιστορικής γέφυρας και τη δημιουργία ενός σύγχρονου κέντρου ιστορικής ενημέρωσης, αξιοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.