ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (1797-1864)

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου. Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και του δόθηκε από τους συγχωριανούς του για το ψηλό του ανάστημα.
Παντρεύτηκε την αρχοντοπούλα Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά 12 παιδιά: 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν ενώ ο ίδιος ζούσε.
Πολέμησε στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στην πολιορκία της Άρτας, στη μάχη της Αθήνας, στην υπεράσπιση του Νεοκάστρου, στους Μύλους της Αργολίδας ,στην πολιορκία της Ακρόπολης. Τραυματίστηκε πάρα πολλές φορές.
Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά σε ηλικία 33 χρόνων – «στα γεράματά του», όπως σημειώνει χαριτολογώντας – «έμαθε γράμματα, για να γράψει τον βίο του».
Όταν υπηρετούσε την Κυβέρνηση Καποδίστρια ως αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως Πελοποννήσου, και συγκεκριμένα από τον Φεβρουάριο του 1829, εγκαταστάθηκε στο Άργος. Εκεί άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του. Σας παραθέτω μερικά αποσπάσματα για να θαυμάσετε την προσωπικότητά του, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, μα και την ελληνική ψυχή γενικά:
[Η απάντηση στο Δεριγνύ]
Εκεί οπού ‘φκιανα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς* να με ιδεί. Μου λέγει: “Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες• τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει• και θα δείξομεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε µ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε• τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιαύτη• και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. – “Τρε μπιέν”**, λέγει και αναχώρησε ο ναύαρχος.
* Ντερνύς: Ο φιλέλληνας Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ. ** Τρε μπιέν: πολύ καλά (γαλλ.)
[Είστε πολλά ολίγοι]
Έκατζα να φάγω ψωμί. Ήρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι µ’ ανθρώπους από τη φεργάδα να πάρουνε μέσα τις τουλούμπες* και τ’ άλλα τους τα πράγματα, να μη χαθούνε οπού θ’ άνοιγε ο πόλεμος. Κράτησα τους αξιωματικούς και φάγαμεν μαζί. Μου λένε: “Είστε πολλά ολίγοι κι αυτηνοί πολλοί, οι Τούρκοι, και ταχτικοί** κι αυτήνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμης και δεν θα βαστάξετε. -Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαίαν αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ’ είναι πολλοί αυτηνοί και μαθητικοί*** κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα εμείς απ’ ούλα είμαστε αδύνατοι• όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους• κι αν πεθάνομεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια τη θρησκεία μας, και πολεμούμεν αναντίον της τυραγνίας• κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένει αθάνατος• κι όταν ο Χάρος θα ‘ρθει να μας πάρει, όταν θέλει, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνομεν”. Με φίλησε ένας απ’ αυτούς και τον φίλησα κι εγώ. Ύστερα φύγαν.
*τουλούμπα: η αντλία, τρόμπα. ** ταχτικοί: εκπαιδευμένοι, οργανωμένοι. *** μαθητικοί: εξασκημένοι.
[Τα αγάλματα]
Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ίδια• φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν των Ευρωπαίων χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: “Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε”.
[Είμαστε στο εμείς…]
Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγει το δίκιον. Δια κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω• ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαράμηδες* και να ζήσω κι εγώ σε τούτην την κοινωνίαν, όσο έχω τ’ αμανέτι** του Θεού εις το σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερο από το χερότερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα -ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ• όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” και όχι εις το “εγώ”. Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: “Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες”, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας και της κοινωνίας.
* χαράμηδες: αυτοί που τρώνε άδικα το βίος του άλλου. ** αμανέτι (και αμανάτι): ενέχυρο για την εξασφάλιση ενός χρέους. Το νόημα είναι ότι ο Θεός μας έδωσε τη ζωή για να κάνουμε το χρέος μας.
Το 1852 κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα και προφυλακίστηκε. Τον έριξαν στις υγρές φυλακές του Μεντρεσέ (φυλακή για κακούργους), όπου οι πληγές που είχε στο κορμί του κακοφόρμισαν. «Διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», όπως έγραψε ο Αναστάσιος Γούδας (γιατρός). Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με διαταγή του ‘Οθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών. Τελικά αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη τον Σεπτέμβριο 1854, αλλά με πολύ κλονισμένη την υγεία του και εξαιρετικά αδύναμο τον οργανισμό του απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του, «Μακρυγιάννη»).
Στις 17 Οκτωβρίου 1862 η προσωρινή κυβέρνηση τον αποκατέστησε στο βαθμό του υποστρατήγου και στις 20 Απριλίου 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο. Πέθανε λίγες μέρες μετά στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών. Τάφηκε στο α΄ νεκροταφείο Αθηνών.
(Αντωνιάδου Χρύσα, γ΄ τάξη)

[Στο πανηγύρι τ’ Αγιαννιού]
Έγινα ως δεκατεσσάρων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ’ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι• μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη.
Τότε µ’ έπιασε σε όλον τον κόσμο ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν µ’ έβαλε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊ Γιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία.
Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες• τ’ είναι αυτό οπούγινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.
[ το καντήλι υπάρχει ακόμα και σήμερα στην εκκλησία της Δεσφίνας]

Ο Μακρυγιάννης στη νεκρική του κλίνη.  Δείχνει πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του λόγω των τραυμάτων που είχε αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του.
Πρώτη φορά τραυματίζεται το Σεπτέμβριο του 1821 στην περιοχή του Πέτα από πυροβόλο όπλο στη δεξιά κνήμη. Το βλήμα πιθανώς έμεινε μέσα χωρίς να αφαιρεθεί. Η δεύτερη φορά που τραυματίστηκε ήταν το 1825 στους Μύλους Αργολίδος στον πήχη του δεξιού χεριού του. Καθώς υπέφερε, οι γιατροί θέλησαν να τον ακρωτηριάσουν από το ύψος του ώμου, αλλά ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Το χέρι βέβαια δεν γιατρεύτηκε τελείως αλλά του έμεινε στον δείκτη μια μικρή δυσχέρεια. Ο πιο σημαντικός όμως τραυματισμός που επηρέασε την ψυχική του υγεία σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Δέχθηκε σε μια συμπλοκή τραύμα στο πλάγιο του τραχήλου (του λαιμού του δηλαδή). Πέφτοντας κάτω ποδοπατήθηκε από τους υποχωρούντες συμπολεμιστές του. Σηκώνεται και ξανατραυματίζεται στο αριστερό βρέγμα (στο κεφάλι πιο απλά) και αιμορραγεί πάλι στην ινιακή χώρα. Αφαίρεση του βλήματος από τον τράχηλο δεν επιχειρήθηκε ούτε ανάταξη των σπασμένων οστών του κρανίου αφού θα αύξανε την πιθανότητα ενδοκρανιακού αιματώματος.
Τα τραύματα είναι αυτά που επιτείνουν τις μελλοντικές ασθένειές του. Ιδιαίτερα τα τραύματα στο κεφάλι του προκαλούν επεισόδια ζάλης και μια κρίση απώλειας συνείδησης. Σ αυτά αποδίδονται διάφορα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα και μια μορφή επιληψίας , που όσο περνούσαν τα χρόνια επιδεινώνονταν.

Το γύψινο εκμαγείο που αποτύπωσε το πρόσωπο του Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Τα όπλα του Μακρυγιάννη . Φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Προσωπικά αντικείμενα του ήρωα που φυλάσσονται κι αυτά στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Μεταξύ αυτών ο ταμπουράς του που φέρει τα αρχικά του (Γ.Μ.)
[Το τραγούδι]
Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι φάγαμεν ψωμί• τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν. Με περιεκάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω .Τραγουδούσα καλά. Τότε λέω ένα τραγούδι:
Ο Ήλιος εβασίλεψε Έλληνα μου, βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια, τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
“Εψές οπού βασίλεψα πίσω από μια ραχούλα, άκ’ σα γυναικεία κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα. Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα”.
(από τα Απομνημονεύματα)

«Έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε, αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας (έμπνευση-αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Ζωγράφου), ήταν είκοσι πέντε κάδρα βυζαντινής τεχνικής σε ξύλο, ζωγραφισμένα με αυγοτέμπερα. Βλέπετε την “Πολιορκία της Ακρόπολης υπό του Κιουταχή”.

Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη τα χρωστάμε ολοκληρωτικά στον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον ακαταπόνητο λόγιο που έβαλε σκοπό ζωής να σώσει από την αφάνεια και τη φθορά κάθε λογής αρχειακό υλικό, αλλά κυρίως υλικό σχετικό με το 1821. Ο Βλαχογιάννης έφερε στην επιφάνεια και εξέδωσε πάρα πολλά κείμενα, αλλά το διαμάντι του στέμματος, μπορούμε να πούμε, είναι τα γραφτά του Μακρυγιάννη.
Όπως έγραψε ο ίδιος, από τις έρευνές του σε παλιές εφημερίδες της εποχής του Όθωνα, είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Μακρυγιάννης, άνθρωπος που επιδίωκε επίμονα να εκφράζει τη γνώμη του στον Τύπο, ήταν πολύ πιθανό να είχε γράψει και κάποιου είδους απομνημονεύματα.
Οπότε, ο Βλαχογιάννης άρχισε να επισκέπτεται ταχτικά τον γιο τού αγωνιστή, τον συνταγματάρχη του Μηχανικού Κίτσο Μακρυγιάννη, ο οποίος έμενε στο ίδιο σπίτι, και να τον πιέζει να ψάξει σε υπόγεια και σε κασέλες μήπως βρει γραφτά του πατέρα του. Και πράγματι, μια μέρα ο Κίτσος Μακρυγιάννης του ανάγγειλε με κραυγές χαράς πως μέσα σε έναν τενεκέ, χωμένο κάτω από παλιοκάσονα, είχε βρει μισοσαπισμένο ένα χειρόγραφο του στρατηγού.
Ο Βλαχογιάννης αφιέρωσε δεκαεφτά μήνες στην ανάγνωση και τη μεταγραφή του χειρογράφου. Τα απομνημονεύματα εκδόθηκαν αρχικά με έξοδα του Κίτσου Μακρυγιάννη και της αδελφής του.

Η υπογραφή του ήρωα!

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (1782-1849)

Ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (σημερινή Νέδουσα) του νομού Μεσσηνίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος και ήταν ανιψιός του Κολοκοτρώνη. Σε ηλικία μόλις 11 χρονών μπήκε στον απελευθερωτικό αγώνα με την ομάδα του πατέρα του.
Καταδιωκόμενος από τους Τούρκους το 1808 κατέφυγε, μαζί με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη, στα Επτάνησα. Εντάχθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και πολέμησε στην Ιταλία κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Τον Οκτώβρη του 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς. Είναι η πρώτη πόλη που απελευθερώνεται.
Διακρίθηκε στη μάχη στο Βαλτέτσι (Μάιος 1821), ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη μάχη των Δολιανών (Μάιος 1821), όπου αναδείχθηκαν όλες οι στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής 300 ανδρών κατανίκησε 6000 άνδρες του Κεχαγιάμπεη. Γι΄ αυτόν τον πραγματικό του άθλο οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν « ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ». Ο Κολοκοτρώνης τον έλεγε Αρχάγγελο Μιχαήλ και Άγιο Γεώργιο.
Έλαβε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς ( Σεπτέμβριος 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.
Διέπρεψε στη μάχη στα Δερβενάκια ( Ιούλιος 1822). Κατά τη διάρκεια της μάχης μάλιστα έσπασε τέσσερα σπαθιά , ενώ το χέρι του έπαθε αγκύλωση στο τέταρτο και χρειάστηκε γιατρός για να του ανοίξει το χέρι και να βγάλει το σπαθί. Διακρίθηκε και στο Αγιονόρι , όπου δύο μέρες μετά τα Δερβενάκια αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη . Για τη συμβολή του στις μάχες αυτές έλεγαν οι άνδρες « Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά » , δηλαδή ο εγκέφαλος ήταν ο Κολοκοτρώνης και το σπαθί ο Νικηταράς.
Μάλιστα μετά από τη μάχη στα Δερβενάκια οι νικητές συγκέντρωσαν τα λάφυρα που ήσαν πάρα πολλά. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στην Τρίπολη τα περισσότερα, όμως έμεινε για τους πολεμιστές ένας μεγάλος σωρός.
Όταν άρχισε η μοιρασιά ,παρατηρήθηκε η απουσία του Νικηταρά. Δεν θέλησε να συμμετάσχει στο μοίρασμα.
«Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη!»
Τελικά δέχθηκε να πάρει μια σέλα, μια ξυλόγλυπτη ταμπακέρα και ένα αδαμαντοστόλιστο σπαθί. Δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό του.
Τη σέλα τη δώρισε σε έναν φίλο του συμπολεμιστή.
Την ταμπακέρα την έστειλε στη σύζυγό του Αγγελίνα, κόρη του καπετάν Ζαχαριά, μαζί με μιαν επιστολή, που της έγραφε:
«Τη στέλνω σε σένα, π’ αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι».
Το όμορφο σπαθί το έστειλε στην Ύδρα, «για τις ανάγκες του στόλου», όπως έγραψε στους εκεί προεστούς, μια και δεν είχε χρήματα.
Οι Υδραίοι συγκινήθηκαν από τη χειρονομία και του το έστειλαν πίσω, :
« Αυτό το σπαθί έχει αξία μόνον όταν το κρατεί στο χέρι του ο Νικηταράς!». Κατά μία άλλη εκδοχή του επιστράφηκε το σπαθί με ένα σημείωμα του Μιαούλη επάνω «φόνευε».
Μετά την απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του.
Το 1839 κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε εναντίον του βασιλιά Όθωνα και προφυλακίστηκε στο Παλαμήδι. Στη δίκη βέβαια την επόμενη χρόνια (1840) αθωώθηκε. Οι Βαυαροί όμως δεν δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με υπογραφή του Όθωνα παράτειναν την κράτηση του αυτή τη φορά στη φυλακή της Αίγινας. Εκεί κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους.
Η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά. Αμνηστεύθηκε και αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβρη του 1841 με μεσολάβηση του Μακρυγιάννη σχεδόν τυφλός από το ζάχαρο και τις ταλαιπωρίες. Επέστρεψε στο Άργος , αλλά κατέληξε πάμφτωχος στον Πειραιά. Τότε του χορηγήθηκε “άδεια επαιτείας”. Δηλαδή του δόθηκε άδεια να ζητιανεύει. Το «πόστο» που του χορήγησαν ήταν στο Ναό της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά, κάθε Παρασκευή.
Λίγο αργότερα (1843) ο Όθωνας λόγω της κατακραυγής αναγκάστηκε να του χορηγήσει μία μικρή σύνταξη μαζί με το βαθμό του υποστράτηγου, χρήματα όμως που δεν έφθαναν για να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Το 1847 διορίστηκε μέλος της γερουσίας και δυο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 67 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στο θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο α΄ νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Νικηταράς είχε αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο, τον Ιωάννη. Η μια τρελάθηκε , όταν είδε τον πατέρα της φυλακισμένο και να τον βασανίζουν. Η άλλη του θυγατέρα παντρεύτηκε, αλλά έμεινε άτεκνη. Χωρίς παιδιά πέθανε και ο απόστρατος ταγματάρχης, γιος του Γιάννης. Κι αφού ξεκληρίστηκε η γενιά του Νικηταρά, χάθηκε και ο τάφος του. Κανείς σήμερα δεν ξέρει που βρίσκονται τα κόκαλα του Νικηταρά.
(Μυρτώ Αξιαρλή, α΄τάξη)

Τον Νικηταρά ζωγράφισε η μαθήτρια μας της α΄ τάξης Αξιαρλή Μυρτώ !

Ήταν, λέει, ο Νικηταράς (ηλικιωμένος πια) έξω από το Ναό της Ευαγγελίστριας.
Πέρασε από εκεί ένας εργαζόμενος της Ρωσικής Πρεσβείας και είδε τον παλαιό στρατηγό να κάθεται στα σκαλιά με απλωμένο το χέρι.
Ενημέρωσε για αυτό που είδε τον Ρώσο Πρέσβη. Συγκλονισμένος αυτός, την επόμενη Παρασκευή επισκέφτηκε ο ίδιος την εκκλησία για να διαπιστώσει αν αυτό που του ανέφεραν ήταν αληθές. Ο Νικηταράς όταν άκουσε τον ήχο από σκαρπίνια και όχι από τσαρούχια, κατάλαβε ότι αυτός που πλησιάζει δεν είναι κάποιος φτωχός και ταλαίπωρος αλλά κάποιο σημαίνον πρόσωπο και μάζεψε το χέρι του από ντροπή.
Ο Πρέσβης απευθύνθηκε στον Νικηταρά λέγοντάς του «Τι κάνετε εσείς εδώ Στρατηγέ στα σκαλιά της εκκλησίας;»
«Απολαμβάνω ελεύθερη Ελλάδα» απαντά ο Νικηταράς.
«Η πατρίδα, μου έχει παραχωρήσει μία πολύ καλή σύνταξη για να ζω αλλά έρχομαι κάπου κάπου εδώ στην εκκλησία για να βλέπω πως ζει ο απλός κόσμος» συνέχισε ο Στρατηγός.
Ο πρέσβης ο όποιος κατάλαβε αμέσως την υπερηφάνεια του Νικηταρά, τον χαιρέτησε με σεβασμό και ξεκίνησε να φύγει, αλλά διακριτικά άφησε να πέσει από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο νομίσματα.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο που έκαναν τα νομίσματα πέφτοντας στο δάπεδο, έπιασε το πουγκί και απευθύνθηκε στον πρέσβη λέγοντάς του «Κύριε Πρέσβη, σας έπεσε το πορτοφόλι σας…».

Το σπαθί του Νικηταρά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
«Του Λεωνίδα το σπαθί
Νικηταράς θα το φορεί
Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει
και το αίμα του παγώνει».

«Γεια σου ωρέ Νικηταρά
πού χουν τα πόδια σου φτερά !»
Άγαλμα του Νικηταρά στο Χιλιομόδι Κορινθίας.

Μετά την είδηση του θανάτου του, οι σπουδαστές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου τοποθέτησαν έκτυπο πλασμένο στο πρόσωπό του και αποτύπωσαν το πρόσωπό του. Σκοπός των φοιτητών ήταν να διασωθεί η μορφή του, ώστε να μπορέσουν οι γλύπτες του μέλλοντος να του φτιάξουν αγάλματα.

«Εγεννήθη εν τη οικία ταύτη εν έτει 1782» . Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) Μεσσηνίας