ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Το Γυμνάσιο αναστέλει την δια ζώσης λειτουργία του.

Τα μαθήματα από 16 έως 29 Μαρτίου θα πραγματοποιηθούν μέσω webex. Θα τηρηθεί το ωρολόγιο πρόγραμμα.

Μένουμε σπίτι μας και είμαστε ασφαλής

 

ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ!

Το παρακάτω βίντεο προβλήθηκε στη β΄ και γ΄ τάξη του σχολείου μας. Αποτέλεσε το ερέθισμα για να γράψουν οι μαθητές ένα παραμύθι για τον Αθανάσιο Διάκο. Το μέλημά τους διπλό: να καταγράψουν όλες τις βασικές πληροφορίες και να παράγουν ένα κείμενο που να έχει όλα τα γνωρίσματα του παραμυθιού.
ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ
«Μια φόρα και έναν καιρό, στην Άνω Μουσουνίτσα, γεννήθηκε ένα γλυκό αγοράκι που το έλεγαν Θανάση. Ο Θανασάκης μεγάλωνε σιγά σιγά και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Όταν έγινε 12 ετών, οι γονείς του τον έστειλαν στην εκκλησία για να μάθει να ψέλνει. Κι έψελνε κι έψελνε … σαν αηδόνι! Στα 16 του μπήκε σε μοναστήρι και έγινε διάκος. Εκεί μια μέρα τον είδε ένας Τούρκος πασάς και εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά του. Ο πασάς του μίλησε με λόγια προσβλητικά και ο διάκος πάνω στον θυμό του τον σκότωσε. Κι από κείνη τη μέρα πέταξε το ράσο και ντύθηκε την φουστανέλα και το σπαθί .
Οι Τούρκοι τον εκδικήθηκαν σκοτώνοντας τους γονείς του. Ορφανός τώρα πια ο Αθανάσης πηγαίνει στη σχολή του Αλή Πασά και μαθαίνει να πολεμάει. Γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μπαίνει στη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ετοιμάζει τον αγώνα των Ελλήνων. Όταν ο αγώνας αυτός ξεκινά, ο Αθανάσης Διάκος απελευθερώνει τη Λειβαδιά.
Στο μεταξύ 9000 Τούρκοι πλησιάζουν , παιδάκι μου, με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη. Και ο Διάκος με λίγους άνδρες βγαίνει να τους αντιμετωπίσει στο γεφύρι της Αλαμάνας. Οι εχθροί τον περικυκλώνουν. Εκείνος όμως πολεμά σαν λιοντάρι. Στο τέλος, σπάει το σπαθί του και τον πιάνουν ζωντανό. Ο Ομέρ Βρυώνης που βλέπει την ανδρεία του, του λέει : «Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου να αλλάξεις;» Κι ο Διάκος του απαντάει: «Αμέτε και εσείς κι η πίστη σας, Τουρκαλάδες! Εγώ ΓΡΑΙΚΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΓΡΑΙΚΟΣ ΘΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ!!!».
Τότε ο Ομέρ Βρυώνης τον στέλνει στον Κιοσέ Μεχμέτ, πασά της Λαμίας. Ήταν πολύ σκληρός κι αν υπήρχαν 40 τρόποι για να τον σκοτώσει, εκείνος διάλεξε τον χειρότερο, το παλούκωμα. Έτσι, την άλλη μέρα τον μεταφέρουν στη Λαμία δεμένο πάνω σε ένα άλογο. Εκεί στο κέντρο της πόλης μπροστά στα μάτια όλων τον παλουκώνουν. Την ώρα του μαρτυρίου του φωνάζει : «Δεν υπάρχει ένας άνδρας ωρέ να με τελειώσει;». Μα δεν υπάρχει…Και πάνω στο ξεψύχισμα του το παλικάρι κοιτάζει για τελευταία φορά την ανθισμένη φύση γύρω του και λέει: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι». Λίγες ώρες μετά οι Τούρκοι πήραν το σώμα του και το μετέφεραν στην γέφυρα της Αλαμάνας για να το βλέπουν οι Έλληνες και να φοβούνται.»
– Δηλαδή , γιαγιάκα , πέθανε το παλικάρι;
– Όοχι , παιδάκι μου…. Δεν πεθαίνουν ποτέ τα παλικάρια. Ο Αθανάσης μας ζει και θα ζει μέσα στη σκέψη μας και στην καρδιά μας !!
(συνεργατικό παραμύθι που γράφτηκε από τους μαθητές της γ΄ τάξης μετά την προβολή του βίντεο)
ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό της Ρούμελης, την Άνω Μουσουνίτσα, ένα πρωινό αξημέρωτα, ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Εκεί, ανάμεσα στα βουνά, γεννήθηκε ένα αγόρι που θα έγραφε ιστορία και θα γνώριζε τη δόξα. Τον βάφτισαν Θανάση.
Εκεί στο χωριό του μεγάλωνε. Έβλεπε τα βουνά, τα έλατα και βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα. Ήταν όμορφο παλικάρι. Οι γονείς του ονειρεύονταν γι’ αυτόν μια ζωή διαφορετική. Του μάθαιναν γράμματα, τον έστελναν στην εκκλησία και μάθαινε να ψέλνει.
Όταν έγινε 16 χρονών τον έστειλαν σε ένα μοναστήρι, δυο ώρες δρόμο από το χωριό του. Του άρεσε να ψέλνει με κάθε ευκαιρία και η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά σαν του αηδονιού.
– Τι φωνή είναι αυτή! Λες και όλοι οι άγιοι ψάλλουν μαζί του, έλεγαν όσοι τον άκουγαν. Κι έτσι έγινε διάκος και έβαλε το ράσο του παπά.
Πολλοί τον ζήλευαν. Ανάμεσά τους κι ένας Τούρκος, ο Φερχάτ. Μια μέρα συνάντησε τον διάκο στον δρόμο και τον πρόσβαλε. Ο διάκος δεν άντεξε. Θύμωσε. Πιάνει τον Φερχάτ από τον λαιμό και τον σκοτώνει. Οι Τούρκοι τον κυνηγάν για να τον πιάσουν. Αυτός βγάζει το ράσο, βάζει τη φουστανέλα, πιάνει το σπαθί του και αποχαιρετά το μοναστήρι. Ανεβαίνει στα βουνά και ξεκινά τον πόλεμο ενάντια στους Τούρκους. Αυτοί όμως βρίσκουν τρόπο να τον εκδικηθούν. Πηγαίνουν στο χωριό του και σκοτώνουν τους γονείς του.
Τα επόμενα χρόνια ο Διάκος παίρνει μέρος σε μάχες μαζί με την ομάδα του, νικά και έτσι βοηθάει κι αυτός ώστε η Ελλάδα να γίνει πάλι ελεύθερη, να διώξει τους Τούρκους.
Ώσπου ξημέρωσε η μέρα που θα έκανε τη μάχη της ζωής του. Μαζί με δύο συντρόφους του και τους συμπολεμιστές τους αποφασίζουν να σταματήσουν τον τούρκικο στρατό. ‘Ήταν λίγοι απέναντι σε πολλούς. Αλλά αυτό δεν τον φόβισε. Πήρε θέση στη γέφυρα της Αλαμάνας. Οι Τούρκοι τους ορμούν και τους διαλύουν μετά από τρομερή μάχη. Ο Διάκος, όμως, δεν φεύγει από τη θέση του. Πολεμά σαν θεριό. Όμως τον πιάνουν ζωντανό, με σπασμένο σπαθί. Τον δένουν χειροπόδαρα και τον φέρνουν μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, έναν φοβερό Τούρκο. Αυτός τον κοιτά, χαμογελά και του λέει:
-Ω ρε Διάκο… άλλαξε την πίστη σου και έλα να τουρκέψεις. Στρατηγό θα σε κάνω…
Ο Διάκος τον κοιτά στα μάτια, χωρίς φόβο, και του λέει:
-Άμετε και σεις και η πίστη σας Τουρκαλάδες. Εγώ Έλληνας γεννήθηκα, Έλληνας θέλω να πεθάνω.
Θυμώνει τότε ο Ομέρ Βρυώνης και τον στέλνει σε έναν άλλον Τούρκο πασά. Αυτός είχε καρδιά σαν πέτρα. Ήταν σκληρός και επιλέγει για τον Διάκο τον χειρότερο θάνατο. Το παλούκωμα. Δεν λυπήθηκε καθόλου το παλικάρι.
-Μας καταστρέφει τα χωράφια. Μας έχει σκοτώσει τους συγγενείς. Σκότωσέ τον πασά μου, έλεγαν οι Τούρκοι της περιοχής.
Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα το πρωί φέρνουν τον Αθανάσιο Διάκο, πάνω σ’ ένα άλογο δεμένο, στην πόλη. Εκεί ήταν μαζεμένοι οι Τούρκοι για να χαρούν με το θέαμα. Το μαρτύριο είναι φοβερό, ατελείωτο. Ο Διάκος υποφέρει, τρελαίνεται από τον πόνο και φωνάζει:
-Ένας άντρας δεν υπάρχει να με τελειώσει;
Κάποιοι λένε πως ένας Αλβανός έβγαλε ένα όπλο, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Άλλοι λένε πως υπέφερε ως το τέλος που ξεψύχησε. Οι Τούρκοι πήραν το κορμί του και το πήγαν στη γέφυρα της Αλαμάνας. Ήθελαν όσοι περνούν από κει να το βλέπουν και να φοβούνται.
Έτσι τελείωσε η ζωή αυτού του παλικαριού. Οι Έλληνες όμως δεν τον ξέχασαν ποτέ. Του έστησαν μνημεία, αγάλματα, σταυρούς, του έγραψαν ποιήματα και τραγούδια και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελλάδας. Σε αυτόν και σε άλλους ήρωες χρωστά αυτή η χώρα την ελευθερία της και πάντα θα τους θυμάται και θα τους δοξάζει.
(Χρύσα Χατζηπαπανικολάου, β΄ τάξη)

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ (1788-1821)

Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε ένας από τους πιο αγνούς και θρυλικούς ήρωες της επανάστασης. Έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Γεννήθηκε στο χωριό Άνω Μουσουνίτσα Φωκίδας (σημ. Αθανάσιος Διάκος) .Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας.
Ο πατέρας του μη μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Τέσσερα χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά, επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έκανε ανήθικες προτάσεις, θαμπωμένος από την ομορφιά του.
Κατέφυγε τότε στο σώμα του Τσαμ καλόγερου και έγινε κλέφτης . Εκεί έλαβε και το προσωνύμιο «Διάκος», με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία. Διακρίθηκε σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Όταν ο καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους , ο Διάκος έμεινε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες μακριά. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».
Στα επόμενα χρόνια διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818.
Το 1820 έγινε αρχηγός «των αρμάτων της Λιβαδειάς», ενώ είχε δική του σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό και γράμματα Ο.Θ.Ν.Κ. ο Θεός νικά). Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το ως ορμητήριο, έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες.
Στις 23 Απριλίου 1821 κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή συνελήφθη ζωντανός. Μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας “Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!”. Ο Ομέρ Βρυώνης έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ζήτησε την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του. Την επόμενη μέρα οδηγήθηκε στη Λαμία και δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό (παλούκωμα).
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Την ώρα του μαρτυρίου του στράφηκε προς τους Τουρκαλβανούς που παρακολουθούσαν και είπε «Δεν βρίσκεται ανάμεσά σας ένας άντρας να με τελειώσει ;» Κι ένα παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: “Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι”.
Μετά τον θάνατό του, λένε κάποιοι, οι Τούρκοι πέταξαν το σώμα του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και το έθαψαν , στον χώρο που υπάρχει σήμερα το μνημείο του.
Ο λαός μας για να τιμήσει τον ήρωα του τραγουδάει το ακόλουθο δημοτικό κλέφτικο τραγούδι:
“Tου Διάκου”
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια,
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας»
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.
(Αποστολία Δρουμαλιά , β΄τάξη)

Toν ήρωα ζωγράφισε η μαθήτρια της β΄ τάξης Αποστολία Δρουμαλιά!

Η στιγμή της σύλληψης του….

«Διάκος»
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

Ο αγωνιστής, μια που το όπλο τού ήταν απαραίτητο για την ζωή του και γι’ αυτόν τον λόγο ο αχώριστος σύντροφός του, αποκτούσε ένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί του. Έφτανε στο σημείο, λοιπόν, πολλές φορές να του δίνει μέχρι και όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το καριοφίλι του το έλεγε “παπαδιά”. Το Καριοφίλι αυτό φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943), ο μεγάλος μας αυτός ποιητής, έγραψε:
“ Στης Αλαμάνας η Κλειώ το θρυλικό γεφύρι
τη δάφνη την αμάραντη κατέβηκε να σπείρει
κι η Ελευθερία, που τ’ άστρο της ανέσπερο στην πλάση,
το Λεωνίδα ανάστησε στο Διάκο το Θανάση.”
“Η μάχη της Αλαμάνας”, έργο της λαϊκής ζωγράφου Γιάννας Ξέρα.

Το γεφύρι της Αλαμάνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε περίπου καταστράφηκε ολοσχερώς σε κάποια μεγάλη πλημμύρα από τα ορμητικά νερά του Σπερχειού ποταμού.

η φετινή χρονιά που η Ελλάδα μας, γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ο Δήμος Λαμιέων σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, αποτίει ελάχιστο φόρο τιμής στους ήρωες Αθανάσιο Διάκο, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη και τα παλικάρια τους που πολέμησαν ηρωικά στην Αλαμάνα. Θα αναδείξει τον τόπο της τελευταίας μάχης του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα με την αναστήλωση της ιστορικής γέφυρας και τη δημιουργία ενός σύγχρονου κέντρου ιστορικής ενημέρωσης, αξιοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας.

Αναστολή λειτουργίας της Β Γυμνασίου

Με απόφαση του Διευθυντή Διεύθυνσης αναστέλεται η λειτουργία της Β τάξης για δεκατέσσερις (14) ημέρες.
Τα μαθήματα θα πραγματοποιούνται σύμφωνα με το ωρολόγιο πρόγραμμα μέσω της πλατφόρμας webex.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ (1797-1864)

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου. Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και του δόθηκε από τους συγχωριανούς του για το ψηλό του ανάστημα.
Παντρεύτηκε την αρχοντοπούλα Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά 12 παιδιά: 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν ενώ ο ίδιος ζούσε.
Πολέμησε στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στην πολιορκία της Άρτας, στη μάχη της Αθήνας, στην υπεράσπιση του Νεοκάστρου, στους Μύλους της Αργολίδας ,στην πολιορκία της Ακρόπολης. Τραυματίστηκε πάρα πολλές φορές.
Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος, αλλά σε ηλικία 33 χρόνων – «στα γεράματά του», όπως σημειώνει χαριτολογώντας – «έμαθε γράμματα, για να γράψει τον βίο του».
Όταν υπηρετούσε την Κυβέρνηση Καποδίστρια ως αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως Πελοποννήσου, και συγκεκριμένα από τον Φεβρουάριο του 1829, εγκαταστάθηκε στο Άργος. Εκεί άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματά του. Σας παραθέτω μερικά αποσπάσματα για να θαυμάσετε την προσωπικότητά του, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, μα και την ελληνική ψυχή γενικά:
[Η απάντηση στο Δεριγνύ]
Εκεί οπού ‘φκιανα τις θέσεις εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς* να με ιδεί. Μου λέγει: “Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες• τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει• και θα δείξομεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε µ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε• τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν κι όταν κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιαύτη• και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. – “Τρε μπιέν”**, λέγει και αναχώρησε ο ναύαρχος.
* Ντερνύς: Ο φιλέλληνας Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ. ** Τρε μπιέν: πολύ καλά (γαλλ.)
[Είστε πολλά ολίγοι]
Έκατζα να φάγω ψωμί. Ήρθαν τέσσεροι αξιωματικοί Γάλλοι µ’ ανθρώπους από τη φεργάδα να πάρουνε μέσα τις τουλούμπες* και τ’ άλλα τους τα πράγματα, να μη χαθούνε οπού θ’ άνοιγε ο πόλεμος. Κράτησα τους αξιωματικούς και φάγαμεν μαζί. Μου λένε: “Είστε πολλά ολίγοι κι αυτηνοί πολλοί, οι Τούρκοι, και ταχτικοί** κι αυτήνη η θέση είναι αδύνατη. Έχει και κανόνια ο Μπραΐμης και δεν θα βαστάξετε. -Τους λέγω, όταν σηκώσαμεν την σημαίαν αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ’ είναι πολλοί αυτηνοί και μαθητικοί*** κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα εμείς απ’ ούλα είμαστε αδύνατοι• όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους• κι αν πεθάνομεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια τη θρησκεία μας, και πολεμούμεν αναντίον της τυραγνίας• κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένει αθάνατος• κι όταν ο Χάρος θα ‘ρθει να μας πάρει, όταν θέλει, άρρωστους και δυστυχείς, καλύτερα σήμερα να πεθάνομεν”. Με φίλησε ένας απ’ αυτούς και τον φίλησα κι εγώ. Ύστερα φύγαν.
*τουλούμπα: η αντλία, τρόμπα. ** ταχτικοί: εκπαιδευμένοι, οργανωμένοι. *** μαθητικοί: εξασκημένοι.
[Τα αγάλματα]
Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ίδια• φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν των Ευρωπαίων χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: “Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε”.
[Είμαστε στο εμείς…]
Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγει το δίκιον. Δια κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω• ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαράμηδες* και να ζήσω κι εγώ σε τούτην την κοινωνίαν, όσο έχω τ’ αμανέτι** του Θεού εις το σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερο από το χερότερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα -ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κι εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει εγώ• όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” και όχι εις το “εγώ”. Και εις το εξής να μάθομεν γνώση, αν θέλομεν να φκιάσομεν χωριόν, να ζήσομεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται δια την πατρίδα τους, δια την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: “Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες”, αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζονται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας και της κοινωνίας.
* χαράμηδες: αυτοί που τρώνε άδικα το βίος του άλλου. ** αμανέτι (και αμανάτι): ενέχυρο για την εξασφάλιση ενός χρέους. Το νόημα είναι ότι ο Θεός μας έδωσε τη ζωή για να κάνουμε το χρέος μας.
Το 1852 κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα και προφυλακίστηκε. Τον έριξαν στις υγρές φυλακές του Μεντρεσέ (φυλακή για κακούργους), όπου οι πληγές που είχε στο κορμί του κακοφόρμισαν. «Διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», όπως έγραψε ο Αναστάσιος Γούδας (γιατρός). Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια με διαταγή του ‘Οθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών. Τελικά αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη τον Σεπτέμβριο 1854, αλλά με πολύ κλονισμένη την υγεία του και εξαιρετικά αδύναμο τον οργανισμό του απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του, «Μακρυγιάννη»).
Στις 17 Οκτωβρίου 1862 η προσωρινή κυβέρνηση τον αποκατέστησε στο βαθμό του υποστρατήγου και στις 20 Απριλίου 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο. Πέθανε λίγες μέρες μετά στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών. Τάφηκε στο α΄ νεκροταφείο Αθηνών.
(Αντωνιάδου Χρύσα, γ΄ τάξη)

[Στο πανηγύρι τ’ Αγιαννιού]
Έγινα ως δεκατεσσάρων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. Ήταν γιορτή και παγγύρι τ’ Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι• μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη.
Τότε µ’ έπιασε σε όλον τον κόσμο ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν µ’ έβαλε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊ Γιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτήνη η ζημιά και η ατιμία.
Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες• τ’ είναι αυτό οπούγινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.
[ το καντήλι υπάρχει ακόμα και σήμερα στην εκκλησία της Δεσφίνας]

Ο Μακρυγιάννης στη νεκρική του κλίνη.  Δείχνει πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του λόγω των τραυμάτων που είχε αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του.
Πρώτη φορά τραυματίζεται το Σεπτέμβριο του 1821 στην περιοχή του Πέτα από πυροβόλο όπλο στη δεξιά κνήμη. Το βλήμα πιθανώς έμεινε μέσα χωρίς να αφαιρεθεί. Η δεύτερη φορά που τραυματίστηκε ήταν το 1825 στους Μύλους Αργολίδος στον πήχη του δεξιού χεριού του. Καθώς υπέφερε, οι γιατροί θέλησαν να τον ακρωτηριάσουν από το ύψος του ώμου, αλλά ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Το χέρι βέβαια δεν γιατρεύτηκε τελείως αλλά του έμεινε στον δείκτη μια μικρή δυσχέρεια. Ο πιο σημαντικός όμως τραυματισμός που επηρέασε την ψυχική του υγεία σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Δέχθηκε σε μια συμπλοκή τραύμα στο πλάγιο του τραχήλου (του λαιμού του δηλαδή). Πέφτοντας κάτω ποδοπατήθηκε από τους υποχωρούντες συμπολεμιστές του. Σηκώνεται και ξανατραυματίζεται στο αριστερό βρέγμα (στο κεφάλι πιο απλά) και αιμορραγεί πάλι στην ινιακή χώρα. Αφαίρεση του βλήματος από τον τράχηλο δεν επιχειρήθηκε ούτε ανάταξη των σπασμένων οστών του κρανίου αφού θα αύξανε την πιθανότητα ενδοκρανιακού αιματώματος.
Τα τραύματα είναι αυτά που επιτείνουν τις μελλοντικές ασθένειές του. Ιδιαίτερα τα τραύματα στο κεφάλι του προκαλούν επεισόδια ζάλης και μια κρίση απώλειας συνείδησης. Σ αυτά αποδίδονται διάφορα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα και μια μορφή επιληψίας , που όσο περνούσαν τα χρόνια επιδεινώνονταν.

Το γύψινο εκμαγείο που αποτύπωσε το πρόσωπο του Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Τα όπλα του Μακρυγιάννη . Φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Προσωπικά αντικείμενα του ήρωα που φυλάσσονται κι αυτά στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Μεταξύ αυτών ο ταμπουράς του που φέρει τα αρχικά του (Γ.Μ.)
[Το τραγούδι]
Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι φάγαμεν ψωμί• τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν. Με περιεκάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω .Τραγουδούσα καλά. Τότε λέω ένα τραγούδι:
Ο Ήλιος εβασίλεψε Έλληνα μου, βασίλεψε και το Φεγγάρι εχάθη κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια, τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
“Εψές οπού βασίλεψα πίσω από μια ραχούλα, άκ’ σα γυναικεία κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα. Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη τα καημένα”.
(από τα Απομνημονεύματα)

«Έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα…..Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε, αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».
Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας (έμπνευση-αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Ζωγράφου), ήταν είκοσι πέντε κάδρα βυζαντινής τεχνικής σε ξύλο, ζωγραφισμένα με αυγοτέμπερα. Βλέπετε την “Πολιορκία της Ακρόπολης υπό του Κιουταχή”.

Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη τα χρωστάμε ολοκληρωτικά στον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον ακαταπόνητο λόγιο που έβαλε σκοπό ζωής να σώσει από την αφάνεια και τη φθορά κάθε λογής αρχειακό υλικό, αλλά κυρίως υλικό σχετικό με το 1821. Ο Βλαχογιάννης έφερε στην επιφάνεια και εξέδωσε πάρα πολλά κείμενα, αλλά το διαμάντι του στέμματος, μπορούμε να πούμε, είναι τα γραφτά του Μακρυγιάννη.
Όπως έγραψε ο ίδιος, από τις έρευνές του σε παλιές εφημερίδες της εποχής του Όθωνα, είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Μακρυγιάννης, άνθρωπος που επιδίωκε επίμονα να εκφράζει τη γνώμη του στον Τύπο, ήταν πολύ πιθανό να είχε γράψει και κάποιου είδους απομνημονεύματα.
Οπότε, ο Βλαχογιάννης άρχισε να επισκέπτεται ταχτικά τον γιο τού αγωνιστή, τον συνταγματάρχη του Μηχανικού Κίτσο Μακρυγιάννη, ο οποίος έμενε στο ίδιο σπίτι, και να τον πιέζει να ψάξει σε υπόγεια και σε κασέλες μήπως βρει γραφτά του πατέρα του. Και πράγματι, μια μέρα ο Κίτσος Μακρυγιάννης του ανάγγειλε με κραυγές χαράς πως μέσα σε έναν τενεκέ, χωμένο κάτω από παλιοκάσονα, είχε βρει μισοσαπισμένο ένα χειρόγραφο του στρατηγού.
Ο Βλαχογιάννης αφιέρωσε δεκαεφτά μήνες στην ανάγνωση και τη μεταγραφή του χειρογράφου. Τα απομνημονεύματα εκδόθηκαν αρχικά με έξοδα του Κίτσου Μακρυγιάννη και της αδελφής του.

Η υπογραφή του ήρωα!

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ (1782-1849)

Ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα (σημερινή Νέδουσα) του νομού Μεσσηνίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος και ήταν ανιψιός του Κολοκοτρώνη. Σε ηλικία μόλις 11 χρονών μπήκε στον απελευθερωτικό αγώνα με την ομάδα του πατέρα του.
Καταδιωκόμενος από τους Τούρκους το 1808 κατέφυγε, μαζί με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη, στα Επτάνησα. Εντάχθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και πολέμησε στην Ιταλία κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Τον Οκτώβρη του 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θ. Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς. Είναι η πρώτη πόλη που απελευθερώνεται.
Διακρίθηκε στη μάχη στο Βαλτέτσι (Μάιος 1821), ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη μάχη των Δολιανών (Μάιος 1821), όπου αναδείχθηκαν όλες οι στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής 300 ανδρών κατανίκησε 6000 άνδρες του Κεχαγιάμπεη. Γι΄ αυτόν τον πραγματικό του άθλο οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν « ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ». Ο Κολοκοτρώνης τον έλεγε Αρχάγγελο Μιχαήλ και Άγιο Γεώργιο.
Έλαβε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς ( Σεπτέμβριος 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.
Διέπρεψε στη μάχη στα Δερβενάκια ( Ιούλιος 1822). Κατά τη διάρκεια της μάχης μάλιστα έσπασε τέσσερα σπαθιά , ενώ το χέρι του έπαθε αγκύλωση στο τέταρτο και χρειάστηκε γιατρός για να του ανοίξει το χέρι και να βγάλει το σπαθί. Διακρίθηκε και στο Αγιονόρι , όπου δύο μέρες μετά τα Δερβενάκια αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη . Για τη συμβολή του στις μάχες αυτές έλεγαν οι άνδρες « Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά » , δηλαδή ο εγκέφαλος ήταν ο Κολοκοτρώνης και το σπαθί ο Νικηταράς.
Μάλιστα μετά από τη μάχη στα Δερβενάκια οι νικητές συγκέντρωσαν τα λάφυρα που ήσαν πάρα πολλά. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στην Τρίπολη τα περισσότερα, όμως έμεινε για τους πολεμιστές ένας μεγάλος σωρός.
Όταν άρχισε η μοιρασιά ,παρατηρήθηκε η απουσία του Νικηταρά. Δεν θέλησε να συμμετάσχει στο μοίρασμα.
«Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη!»
Τελικά δέχθηκε να πάρει μια σέλα, μια ξυλόγλυπτη ταμπακέρα και ένα αδαμαντοστόλιστο σπαθί. Δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό του.
Τη σέλα τη δώρισε σε έναν φίλο του συμπολεμιστή.
Την ταμπακέρα την έστειλε στη σύζυγό του Αγγελίνα, κόρη του καπετάν Ζαχαριά, μαζί με μιαν επιστολή, που της έγραφε:
«Τη στέλνω σε σένα, π’ αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι».
Το όμορφο σπαθί το έστειλε στην Ύδρα, «για τις ανάγκες του στόλου», όπως έγραψε στους εκεί προεστούς, μια και δεν είχε χρήματα.
Οι Υδραίοι συγκινήθηκαν από τη χειρονομία και του το έστειλαν πίσω, :
« Αυτό το σπαθί έχει αξία μόνον όταν το κρατεί στο χέρι του ο Νικηταράς!». Κατά μία άλλη εκδοχή του επιστράφηκε το σπαθί με ένα σημείωμα του Μιαούλη επάνω «φόνευε».
Μετά την απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια και έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του.
Το 1839 κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε εναντίον του βασιλιά Όθωνα και προφυλακίστηκε στο Παλαμήδι. Στη δίκη βέβαια την επόμενη χρόνια (1840) αθωώθηκε. Οι Βαυαροί όμως δεν δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με υπογραφή του Όθωνα παράτειναν την κράτηση του αυτή τη φορά στη φυλακή της Αίγινας. Εκεί κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους.
Η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά. Αμνηστεύθηκε και αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβρη του 1841 με μεσολάβηση του Μακρυγιάννη σχεδόν τυφλός από το ζάχαρο και τις ταλαιπωρίες. Επέστρεψε στο Άργος , αλλά κατέληξε πάμφτωχος στον Πειραιά. Τότε του χορηγήθηκε “άδεια επαιτείας”. Δηλαδή του δόθηκε άδεια να ζητιανεύει. Το «πόστο» που του χορήγησαν ήταν στο Ναό της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά, κάθε Παρασκευή.
Λίγο αργότερα (1843) ο Όθωνας λόγω της κατακραυγής αναγκάστηκε να του χορηγήσει μία μικρή σύνταξη μαζί με το βαθμό του υποστράτηγου, χρήματα όμως που δεν έφθαναν για να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Το 1847 διορίστηκε μέλος της γερουσίας και δυο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από την ζωή σε ηλικία 67 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στο θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο α΄ νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Νικηταράς είχε αποκτήσει δύο κόρες και έναν γιο, τον Ιωάννη. Η μια τρελάθηκε , όταν είδε τον πατέρα της φυλακισμένο και να τον βασανίζουν. Η άλλη του θυγατέρα παντρεύτηκε, αλλά έμεινε άτεκνη. Χωρίς παιδιά πέθανε και ο απόστρατος ταγματάρχης, γιος του Γιάννης. Κι αφού ξεκληρίστηκε η γενιά του Νικηταρά, χάθηκε και ο τάφος του. Κανείς σήμερα δεν ξέρει που βρίσκονται τα κόκαλα του Νικηταρά.
(Μυρτώ Αξιαρλή, α΄τάξη)

Τον Νικηταρά ζωγράφισε η μαθήτρια μας της α΄ τάξης Αξιαρλή Μυρτώ !

Ήταν, λέει, ο Νικηταράς (ηλικιωμένος πια) έξω από το Ναό της Ευαγγελίστριας.
Πέρασε από εκεί ένας εργαζόμενος της Ρωσικής Πρεσβείας και είδε τον παλαιό στρατηγό να κάθεται στα σκαλιά με απλωμένο το χέρι.
Ενημέρωσε για αυτό που είδε τον Ρώσο Πρέσβη. Συγκλονισμένος αυτός, την επόμενη Παρασκευή επισκέφτηκε ο ίδιος την εκκλησία για να διαπιστώσει αν αυτό που του ανέφεραν ήταν αληθές. Ο Νικηταράς όταν άκουσε τον ήχο από σκαρπίνια και όχι από τσαρούχια, κατάλαβε ότι αυτός που πλησιάζει δεν είναι κάποιος φτωχός και ταλαίπωρος αλλά κάποιο σημαίνον πρόσωπο και μάζεψε το χέρι του από ντροπή.
Ο Πρέσβης απευθύνθηκε στον Νικηταρά λέγοντάς του «Τι κάνετε εσείς εδώ Στρατηγέ στα σκαλιά της εκκλησίας;»
«Απολαμβάνω ελεύθερη Ελλάδα» απαντά ο Νικηταράς.
«Η πατρίδα, μου έχει παραχωρήσει μία πολύ καλή σύνταξη για να ζω αλλά έρχομαι κάπου κάπου εδώ στην εκκλησία για να βλέπω πως ζει ο απλός κόσμος» συνέχισε ο Στρατηγός.
Ο πρέσβης ο όποιος κατάλαβε αμέσως την υπερηφάνεια του Νικηταρά, τον χαιρέτησε με σεβασμό και ξεκίνησε να φύγει, αλλά διακριτικά άφησε να πέσει από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο νομίσματα.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο που έκαναν τα νομίσματα πέφτοντας στο δάπεδο, έπιασε το πουγκί και απευθύνθηκε στον πρέσβη λέγοντάς του «Κύριε Πρέσβη, σας έπεσε το πορτοφόλι σας…».

Το σπαθί του Νικηταρά. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
«Του Λεωνίδα το σπαθί
Νικηταράς θα το φορεί
Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει
και το αίμα του παγώνει».

«Γεια σου ωρέ Νικηταρά
πού χουν τα πόδια σου φτερά !»
Άγαλμα του Νικηταρά στο Χιλιομόδι Κορινθίας.

Μετά την είδηση του θανάτου του, οι σπουδαστές του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου τοποθέτησαν έκτυπο πλασμένο στο πρόσωπό του και αποτύπωσαν το πρόσωπό του. Σκοπός των φοιτητών ήταν να διασωθεί η μορφή του, ώστε να μπορέσουν οι γλύπτες του μέλλοντος να του φτιάξουν αγάλματα.

«Εγεννήθη εν τη οικία ταύτη εν έτει 1782» . Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) Μεσσηνίας