Monthly Archives: Μάρτιος 2021
Reply
Με μια αληθινά εμπνευσμένη γιορτή τίμησε σήμερα το σχολείο μας την επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την κ. Μπακάλη και τους μαθητές μας, οι οποίοι κατάφεραν να φέρουν κοντ
ά μας τους μεγαλύτερους ήρωες της Επανάστασης για να μας εμπνεύσουν με τις εμπειρίες και το φρόνημά τους!
Χρόνια πολλά στην Ελλάδα μας!!
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ (1772-1821) – Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΗΡΩΑΣ
Σερραίος μεγαλέμπορος, τραπεζίτης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Υπήρξε ο αρχηγός των εξεγερμένων Ελλήνων στη Μακεδονία κατά την επανάσταση του 1821.
Γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε μεγάλη περιουσία, παρά τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις του. Έφτασε να δανείζει Τούρκους αγάδες και χρησιμοποιούσε το κύρος του για να επιτυγχάνει ευνοϊκές αποφάσεις από την Οθωμανική Διοίκηση υπέρ των χριστιανών της περιφέρειας των Σερρών, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν πολλά προνόμια, χάρη στις δικές του ενέργειες. . Με τις δικές του μεσολαβήσεις ,αλλά και οικονομικές ενισχύσεις , χτίστηκαν από τα θεμέλια νέες εκκλησίες ,κάτι που απαγορευόταν. Το 1805 χτίστηκε στο χωριό Δοβίστα ο ναός του Αγίου Αθανασίου και στο χωριό Άγιο Πνεύμα κτίστηκε ο ναός της Αγίας Παρασκευής (εκεί εκκλησιαζόμαστε).
Φλογερός πατριώτης, ο Εμμανουήλ Παπάς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 και αμέσως προσέφερε 1.000 γρόσια για την ενίσχυση των οικονομικών της. Όταν πληροφορήθηκε για το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ναύλωσε πλοίο. Αφού το φόρτωσε με οπλισμό και άλλα εφόδια, αναχώρησε στις 23 Μαρτίου του 1821 για το Άγιο Όρος, με στόχο να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες κατά του Οθωμανού κατακτητή. Με κέντρο τη Μονή Εσφιγμένου, της οποίας ο ηγούμενος Ιωακείμ ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, ξεκίνησε την προετοιμασία για τη μεγάλη εξέγερση.
Ο ίδιος κήρυξε την επανάσταση στη Μακεδονία από τις Καρυές του Αγίου Όρους, όπου οι μοναχοί τον ανακήρυξαν «Αρχηγό και Προστάτη της Μακεδονίας». Την 1η Ιουνίου κατέλαβε την Ιερισσό και προχώρησε προς τα ενδότερα της Χαλκιδικής. Σύντομα, τα Οθωμανικά στρατεύματα υπό τον διοικητή της Θεσσαλονίκης Αβδούλ Αβούδ ανέκτησαν τον έλεγχο της κατάστασης και μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1821 κατέστειλαν την εξέγερση.
Τότε αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος. Η κατάσταση όμως στην Κασσάνδρα με την πάροδο του χρόνου εκτραχυνόταν , πείνα και επιδημίες ταλαιπωρούσαν τους μαχητές. Ο Εμμανουήλ απογοητευμένος από την εξέλιξη με τους Τούρκους και καθώς η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο , αναχώρησε για την Ύδρα με πλοιάριο.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πέθανε από συγκοπή καρδιάς σε ηλικία 49 ετών. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Την Ελλάδα…Τη Μακεδονία… ελευθέρωσε Παναγία μου». Η κηδεία του έγινε με τιμές αρχιστρατήγου στην Ύδρα στις 5 Δεκεμβρίου του 1821. Είχε ήδη δαπανήσει την τεράστια περιουσία του (300.000 δίστηλα τάληρα) για τους σκοπούς της Επανάστασης και παρόλο που αγνοούσε τη στρατιωτική τέχνη είχε διατηρήσει ζωντανή για ένα εξάμηνο την επαναστατική εστία της Χαλκιδικής. Από τα έντεκα παιδιά του οι τρεις γιοι του σκοτώθηκαν στον αγώνα για την ελευθερία.
Στις 20 Νοεμβρίου του 1971 τα λείψανά του μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του, που βρίσκεται στην πλατεία Ελευθερίας των Σερρών.
Το 1927 προς τιμήν του, η γενέτειρα του Δοβίστα , άλλαξε το όνομα της σε «Εμμανουήλ Παπάς» και σήμερα όλα τα Νταρνακοχώρια έχουν συνενωθεί σε δικό τους Δήμο που ονομάζεται δήμος Εμμανουήλ Παπά.
(Γκαϊδατζή Αποστολία, γ΄ τάξη)
https://www.youtube.com/watch?v=kVQa8JucLvE απο την επισκεψη του Προεδρου της Δημοκρατιας στο χωριο . Ακουγεται ο υμνος του Εμμ. Παπα!!
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ (1796-1840)
Η Μαντώ Μαυρογένους είχε αριστοκρατική καταγωγή ,μεγάλωσε σε μια πλούσια και μορφωμένη οικογένεια, επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό. Γεννήθηκε στην Τεργέστη και λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση εγκαταστάθηκε στην Τήνο. Ήξερε να ομιλεί την γαλλική, την ιταλική, και την τουρκική άπταιστα.
Στον Αγώνα πρόσφερε τόσα πράγματα που είναι δύσκολο να τα μετρήσει κανείς. Καταδίωξε αλγερινούς πειρατές, πρόσφερε ενισχύσεις στον Νικηταρά στην μάχη των Δερβενακίων και στην άλωση της Τριπολιτσάς. Πούλησε τα κοσμήματα της για να εξοπλίσει 200 άντρες και περιέθαλψε δύο χιλιάδες ανθρώπους που είχαν επιβιώσει από την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Εξόπλισε και εφοδίασε 150 άνδρες για να εκστρατεύσει στην Πελοπόννησο και έστειλε δυνάμεις και οικονομική υποστήριξη στη Σάμο, όταν το νησί απειλήθηκε από τους Τούρκους. Χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει την σφαγή της Χίου. Επίσης, δημιούργησε έναν στόλο έξι πλοίων και πεζικό αποτελούμενο από δεκαέξι λόχους με πενήντα άντρες το καθένα και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822. Συνολικά δαπάνησε 700.000 γρόσια , ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Μάλιστα πρωταγωνίστησε κι η ίδια σε μάχες και πολέμησε σαν άνδρας. Ήταν 1822 μήνας Οκτώβρης, όταν μοίρα του τουρκικού στόλου εμφανίστηκε μεταξύ Νάξου και Μυκόνου. Οι Τούρκοι έστειλαν άνδρες για να πάρουν προμήθειες. Οι ντόπιοι, με επικεφαλή τους την Μαντώ, αντιστάθηκαν με ό,τι είχαν και δεν είχαν. Τους απώθησαν γρήγορα πίσω στα πλοία τους, πολλοί άφησαν την τελευταία τους πνοή στο χώμα του νησιού και πολλοί τραυματίστηκαν. Τα τουρκικά πλοία άρχισαν να κανονιοβολούν το λιμάνι χωρίς επιτυχία. Ο Καπουδάν Πασάς έκρινε ότι δεν άξιζε τον κόπο να χάσει καιρό για να επιχειρήσει νέα απόβαση στο νησί και να τιμωρήσει τους Μυκονιάτες. Οι Έλληνες είχαν νικήσει. Η Μαντώ είχε νικήσει.
Το 1823 μετακόμισε στο Ναύπλιο , για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, αφήνοντας πίσω την οικογένειά της που περιφρονούσε τις επιλογές της. Την εποχή εκείνη η Μαυρογένους γνώρισε τον Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε . Συκοφαντήκε όμως από τον Κωλέττη ότι διατηρούσε σχέσεις με τον Άγγλο ευγενή Edward Blaquiere ( αυτόν που έφερε την πρώτη δόση του δανείου στην Ελλάδα) και ο Υψηλάντης χάλασε τον αρραβώνα. Ακολούθως κάηκε το σπίτι της (από ανθρώπους του Κωλέττη) και η ίδια περιέπεσε σε ένδεια.
Στο μεταξύ απηύθυνε συνεχώς εκκλήσεις στις γυναίκες του Παρισιού και του διαφωτισμού στην Ευρώπη ώστε να πάρουν το μέρος των Ελλήνων.Αυτή η δράση της, η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από την προσωπική της περιουσία, η ομορφιά της και η ανδρεία της κατέστησαν θρυλικό το όνομά της στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε σε όλη την Ευρώπη.
Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απέδωσε τον βαθμό της Αντιστράτηγου επί τιμή και της χορήγησε μια κατοικία στο Ναύπλιο. Η Μαντώ Μαυρογένους τότε είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ’τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της . ΄Ηταν “Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον”. Είχε χαραγμένη την επιγραφή “Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων”.
Η Μαντώ χάρισε στον Καποδίστρια το “πατροπαράδοτον και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον”, όπως γράφει και η ίδια και ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο.
Η Μαυρογένους μετακόμισε στην Πάρο το 1840, όπου κατοικούσαν μερικοί από τους συγγενείς της.Εκεί,λόγω της άθλιας κατάστασης στην οποία ζούσε,ζήτησε βοήθεια από το κράτος. Ένας υπάλληλος τη ρώτησε:«Και τι κάνετε εσείς για την πατρίδα;».Κι εκείνη απάντησε:«Τίποτα».
Τελικά πέθανε από τυφοειδή πυρετό, μόνη, λησμονημένη και πάμφτωχη, έχοντας ξοδέψει όλη της την περιουσία για τον αγώνα για την ελευθερία.
Φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.
« Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.»
(Μπουτσιούκη Έλενα, γ΄ τάξη)
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ (1788-1825)
Ο Γεώργιος Δικαίος ή Φλέσσας γνωστός ως Παπαφλέσσας καταγόταν από την Πολιανή της Μεσσηνίας και ήταν το εικοστό όγδοο παιδί του Δημήτριου Δικαίου. Από μικρός ήταν ζωηρός, τολμηρός και ανυπότακτος. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ένας ταπεινός καλόγερος του χωριού του. Το τι τράβηξε αυτός ο άνθρωπος από το μαθητή του δεν περιγράφεται. Διέβλεψε όμως ότι θα γίνει μεγάλος και ότι «θα βάζει δέκα γραμματιζούμενους μπροστά και θα τους πηγαίνει σαν πρόβατα όπου θέλει».
Αρχικά, ο ήρωάς μας φοίτησε στην ονομαστή σχολή της Δημητσάνας, αλλά ποτέ δεν την τελείωσε. Σε ηλικία 28 ετών έγινε καλόγερος και τότε πήρε το όνομα Γρηγόριος. Ύστερα από διαφωνίες με τον ηγούμενο της μονής όπου διαβιούσε και μετά από τη σύγκρουσή του με έναν Τούρκο αξιωματούχο της περιοχής κατέφυγε στη Ζάκυνθο. Εκεί άκουσε για την γαλλική επανάσταση και για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Εκεί γνώρισε και τον Κολοκοτρώνη. Οι σχέσεις των δυο αυτών μεγάλων αντρών πέρασαν φάσεις φιλίας αλλά και αδυσώπητης έχθρας.
Αργότερα αποφάσισε να αυτοεξοριστεί στην Κωνσταντινούπολη και λίγο πριν να φύγει υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα γυρίσει είτε δεσπότης είτε πασάς. Εκεί μορφώθηκε και μάλιστα έλεγε στον εαυτό του : «Οσα δεν διάβασες τότε που έπρεπε τα διαβάζεις τώρα» . Έτσι με την αποφασιστικότητα, την εξυπνάδα αλλά και την μόρφωση γνωρίστηκε με τον Πατριάρχη ο οποίος ενθουσιάστηκε και τον χειροτόνησε αρχιμανδρίτη.
Στο πρόσωπο του Παπαφλέσσα ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ένας από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας βρήκε τον ιδανικό προπαγανδιστή της . Τον στέλνει στις ηγεμονίες των Βαλκανίων για να προετοιμάσει εκεί το έδαφος της επανάστασης. Η τόσο μάλιστα φανερή δραστηριότητα του δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη από τις τουρκικές αρχές. Αμέτρητες οι φορές που κινδύνεψε θανάσιμα αλλά πάντα γλίτωνε. Οι ενέργειες αυτές δεν ενοχλούσαν μόνο τους Τούρκους αλλά άρχισαν να ενοχλούν και κάποιους Έλληνες όπως τον ίδιο τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Η αντιπαράθεση των δυο αντρών οδήγησε τον Παπαφλέσσα να απαιτήσει από τον Αναγνωστόπουλο να του γνωρίσει την Αρχή της Φιλικής Εταιρίας . Και όπως είπε ο Δημήτριος Φωτιάδης «ο Παπαφλέσσας ήταν ο μόνος που μπήκε στην Αρχή με το έτσι θέλω»
Στη συνέχεια έπεισε τον Υψηλάντη με ψέματα να ξεκινήσει την επανάσταση από τον Μοριά. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1820 με χρήματα στις τσέπες και με επιστολή του Υψηλάντη που τον όριζε εκπρόσωπο του ναύλωσε καράβι και έφτασε στο Αϊβαλί για να εφοδιαστεί με πολεμοφόδια κι από κει συνέχισε για τον Μοριά. Εκεί προσπάθησε με ό,τι τρόπο είχε να πείσει τους προεστούς να ξεκινήσει η επανάσταση πράγμα που τελικά το κατάφερε χρησιμοποιώντας και δω πολλά ψέματα. Όλους τους τρόπους μεταχειρίστηκε για να ξεσηκώσει τους Έλληνες. Δικαίως τον αποκάλεσαν «μπουρλοτιέρη των ψυχών» !
Στις 23 Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας, μαζί του κι ο Κολοκοτρώνης, ο Μαυρομιχάλης και άλλοι καπεταναίοι μπαίνουν στην Καλαμάτα και την ελευθερώνουν. Από εκείνη τη στιγμή πετά το ράσο και φορά τη στολή του πολεμιστή.
Στη συνέχεια εκλέγεται αντιπρόσωπος στη συνέλευση της Επιδαύρου. Όταν βλέπει τον κίνδυνο να κατασταλεί η επανάσταση από τον Ιμπραήμ, παίρνει τα όπλα και αποφασίζει να υπερασπιστεί τον τόπο του στο Μανιάκι της Μεσσηνίας. Εκεί βρήκε ηρωικό θάνατο. Η αξία του Παπαφλέσσα φάνηκε κι από την ύστατη απόδοση τιμής από τον Ιμπραήμ, ο οποίος ζήτησε να βρουν το αποκεφαλισμένο σώμα του Παπαφλέσσα και να το στήσουν όρθιο ώστε να τον φιλήσει και να πει : ‘’Είναι κρίμα να πεθαίνουν τέτοιοι λεβέντες’’.
Ο λαός μας τον τίμησε και συνέθεσε για εκείνον το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:
«Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη,
τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
– Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,
μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;
– Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
και παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.
τα μάζωξε, τα σύναξε, τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν και τ’ αρμήνευε σαν μάνα σαν πατέρας:
– Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
να κάμωμ’ έναν πόλεμο με τους στραβαραπάδες
κι αν δεν σας ντύσω μ ά λ α μ α, Φλέσσα να μην με πούνε.
Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:
– Του Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη
– Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,
να μην τ’ ακούσ’ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,
να μην τ’ ακούσουν τα ο ρ δ ι ά, μ ε ν τ ά τ ι (=βοήθεια) δεν ελθούνε
να μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.
Ακόμη λόγος έστεκε και συντυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.
– Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του Παπαφλέσσα.
– Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.
– Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω
κι εμέ μ ε ν τ ά τ ι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι
Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες
Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του
– Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.
Τα οστά του Παπαφλέσσα φυλάσσονται στο τοπικό μουσείο στο Μανιάκι.
(Γκαζάκης Παναγιώτης , β΄ τάξη)
EΛΙΣΑΒΕΤ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Μια ακόμη Ελληνίδα άγνωστη στους περισσότερους από εμάς, που όμως φλεγόταν η ψυχή της από αγάπη για την πατρίδα.
Η Ελισάβετ Υψηλάντη ήταν αριστοκράτισσα. Προερχόταν από οικογένεια Φαναριωτών με καταγωγή από την Τραπεζούντα. Ο σύζυγος της ήταν ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης και μαζί απέκτησαν 7 παιδιά. Γιοι της ήταν ο Αλέξανδρος (αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας) και ο Δημήτριος Υψηλάντης (στρατιωτικός, αγωνιστής, πολιτικός), πρωτεργάτες της ελληνικής επανάστασης.
Ήταν η ίδια μέλος της Φιλικής Εταιρίας (μια από τις ελάχιστες γυναίκες) και την αποκαλούσαν «Πρωτομάνα των Φιλικών» .
Στη Φαναριώτικη εφημερίδα «Ήλιος» των αδελφών και ποιητών Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου διαβάζουμε σε αφιέρωμα της 11ης Φεβρουαρίου του 1859: «…Συγκεντρωμένοι την 11η Φεβρουαρίου 1821 εις το αρχοντικόν των Υψηλαντών εις το Κίσνοβον της Ρωσίας ήσαν οι τέσσερις αδελφοί (ο Αλέξανδρος, ο Νικόλαος, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος) και οι δύο γραμματείς, ο Κοζανίτης , Γ.Λασσάνης και ο Γ.Τυπάλδος και έγραφαν την προκήρυξιν, η οποία θα εξεδίδετο προς το έθνος, ευθύς ως θα εκηρύσσετο η επανάστασις από την Μολδαβίαν.
Η σύνταξις της προκηρύξεως ήτο προς το τέλος, προτού όμως τεθεί η υπογραφή, ο Αλέξανδρος είπε: «είναι και κάτι άλλο», εσηκώθη και εισήλθε εις το παρακείμενον δωμάτιον της μητέρας του, η οποία ήτο εκεί με τον μικρότερον αδελφόν του, δεκατεσσάρων ετών, τον Γρηγόριον. «Μητέρα, είπε προς την αρχόντισσαν Ελισάβετ, η σωτηρία της πατρίδος πιθανόν να απαιτήσει και την θυσίαν του κτήματός μας της Κοζνίτσας, το οποίο επί σαράντα ακόμα χρόνια θα αποδίδει πενήντα τέσσαρες χιλιάδες ρούβλια τον χρόνον στο σπίτι σου. Προσφέρεις αυτό το κτήμα μητέρα εις την πατρίδα;».
Η αρχόντισσα δάκρυσε και είπεν: «Εγώ προσφέρω εσάς, παιδιά μου, και θα λυπηθώ τα δύο εκατομμύρια ρούβλια;». Μετά τα λόγια αυτά της μητέρας του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπέγραψε την προκήρυξη και κήρυξε την επανάσταση στο Ιάσιο στις 21 Φεβρουαρίου. Η ηθική και υλική συμβολή στον αγώνα της Ελισάβετ ήταν τόση, που ο Αλέξανδρος συγκινημένος είπε στους άλλους φιλικούς : Γράψτε στο τέλος της προκήρυξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».
Η Ελισάβετ κατά την διάρκεια του αγώνα άρχισε να χάνει ένα – ένα τα παιδιά της. Όταν ο γιος της Αλέξανδρος (αρχηγός της Φιλικής εταιρείας) πέθανε, ένα άλλο μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ζήτησε από την Ελισάβετ τον άλλο γιο της , τον Δημήτριο στην Πελοπόννησο για να εκπροσωπήσει τον εκλιπόντα αδερφό του . Η Ελισάβετ του απάντησε : «Αν είναι να ελευθερωθεί η Ελλάς με την αποστολή αυτού του παιδιού που μου απέμεινε , ας το στερηθώ και αυτό . Ας πάει με την ευχή μου».
Η ίδια και η κόρη της Μαρία πρόσφεραν στον αγώνα όσα χρήματα είχαν, καθώς και τα πολύτιμα κοσμήματα τους, οικογενειακά κειμήλια όλα.
Στη σπουδαία αυτή Ελληνίδα ταιριάζει ο στίχος του εθνικού μας ποιητή από τους «ελεύθερους πολιορκημένους» : «Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ‘ το λέω: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ‘ όνομά τους μνέω». [μνέω=ορκίζομαι]
(Μαργαρίτη Σοφία-Βαϊα, α΄ τάξη)
ΠΑΝΩΡΑΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ
Μια Ελληνίδα που δεν πολέμησε με όπλα, αλλά ξεχώρισε για την ανιδιοτελή αγάπη της προς την πατρίδα!!
Η Πανωραία Χατζηκώστα ήταν κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού και σύζυγος του πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου Χατζηκώστα. Φημιζόταν ,όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, αλλά και για τα δικά της και ακόμη για την υπέροχη ομορφιά της!
Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη του Αϊβαλί από εκδίκηση για την επανάσταση των Ελλήνων στην Ελλάδα ,έσφαξαν πολλούς άνδρες και γυναικόπαιδα .Η Πανωραία είδε τότε να σφάζουν οι Τούρκοι μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα παιδιά της .Η οδύνη σάλεψε το λογικό της. Ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν, ήταν τελικά και εκείνη .Για καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και την ανέβασε μαζί με άλλους πρόσφυγες σε ένα καράβι ,που την ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Εκεί την αναγνώρισε ο δάσκαλος των παιδιών της, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και την πήρε υπό την προστασία του. Τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο ελεύθερο Ναύπλιο ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, που ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία ,πτωχή πια ,άρχισε να ξενοπλένει.
Η Πανωραία στη μορφή αλλά και στην ψυχή, αδιαφορώντας για τα προσωπικά της προβλήματα πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά, για να τα μεγαλώσει και να απαλύνει τον πόνο τους. Αργότερα, με σαλεμένο σχεδόν το μυαλό της ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Αυτήν τη ζητιάνα αντίκρισαν τα αλητάκια της παραλίας και περιπαικτικά την αποκάλεσαν «η Ψωροκώσταινα» λόγω της μεγάλης φτώχειας της.
Μια Κυριακή λοιπόν του 1826 η ερανική επιτροπή έστησε ένα τραπέζι στην πλατεία του Ναυπλίου, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για τον ανεφοδιασμό του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Μάταια η επιτροπή περίμενε τους δωρητές να προσφέρουν τον οβολό τους. Κανείς δεν έκανε πρώτο βήμα. Ο σοφός δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος κραυγάζει:«Το Μεσολόγγι χάνεται. Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντομος… Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται…»
Τότε και ενώ όλοι περίμεναν τους προύχοντες πρώτους να κάνουν την κίνηση, η Πανωραία πλησίασε χωρίς δισταγμό στο τραπέζι και άφησε πάνω του όλη της την περιουσία. Όλη της την ζωή. Σαν την πτωχή χήρα του Ευαγγελίου που μακάρισε ο Χριστός για το δίλεπτο της, άφησε το μοναδικό κειμήλιο της προηγούμενης ευτυχισμένης ύπαρξής της, ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Η πλύστρα Χατζηκώσταινα είπε ταπεινά: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο Μεσολόγγι».
Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος μέσα από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της». Αμέσως μετά θιγμένο φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή άρχισαν να πέφτουν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά.
Όταν έφτασε ο Κυβερνήτης Καποδίστριας στην Ελλάδα τη συμμάζεψε από τους δρόμους και όταν ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που είχε γίνει πλέον γνωστή με το παρανόμι (δηλαδή παρατσούκλι) «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε χωρίς καμία πληρωμή να πλένει τα ρούχα των ορφανών παιδιών και των αγωνιστών της Επανάστασης. Τα παιδιά του ορφανοτροφείου την έκλαψαν σαν μάνα τους, όταν μετά από λίγο πέθανε κι έτσι την παρέδωσαν στην αιώνια κατοικία της.
(Τσιρίκα Ηλιάνα, α΄ τάξη)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ (1790-1855)
Γεννήθηκε στα Ψαρά . Ο πατέρας του λεγόταν Γεώργιος Παπανικολής. Από πολύ μικρή ηλικία μπήκε στο ναυτικό επάγγελμα και ακολούθησε τον πατέρα του σε αγώνες που έκανε τότε με τους Βέρβερους και Αλγερινούς πειρατές.
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, έγινε πλοίαρχος και έθεσε το πλοίο του στη διάθεση της Βουλής των Ψαρών. Ήταν ο πρώτος που πυρπόλησε επιτυχώς τουρκικό πλοίο και βύθισε ένα δίκροτο με 74 πυροβόλα και 1000 άνδρες στο λιμάνι της Ερεσού στη Λέσβο στις 27 Μαΐου 1821.
Το ίδιο έκανε και στη ναυμαχία του Γέροντα προκαλώντας μαζί με τους συντρόφους του πυρπολητές τον τρόμο στον οθωμανικό στόλου. Συμμετείχε και σε πολλές άλλες καταδρομικές επιχειρήσεις και με τις επιτυχίες του κατέπληξε τους άλλους ναυμάχους.
Με τη λήξη του Αγώνα, τον Ιανουάριο του 1829 επιδόθηκε στο εμπόριο με δικό του μπρίκι, μέχρι το 1833 που ήλθε ο Όθωνας. Τότε η κυβέρνηση αγόρασε το πλοίο του και διατήρησε τον ίδιο κυβερνήτη. Σε ένα ταξίδι που μετέφερε Γερμανούς στην Ανκόνα (Οκτώβριος 1833) και ενώ ο ίδιος αναπαυόταν στην καμπίνα του, οι υφιστάμενοί του λειτούργησαν με απροσεξία σε κατάσταση καταιγίδας. Εκείνος έσπευσε να ανέβει στο κατάστρωμα, χωρίς να κατορθώσει να διασώσει το πλοίο, το οποίο ναυάγησε. Το φορτίο διασώθηκε, αλλά χάθηκε το ταμείο του πλοίου. Ο Παπανικολής δικάστηκε στην Καλαβρία και απέδωσε μέχρι οβολού ό,τι χρωστούσε. Αυτό όμως τον έφερε σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Το 1843 εκλέχθηκε πληρεξούσιος των Ψαρών. Το 1845 στάλθηκε ως κυβερνήτης πλοίου στο Γύθειο προκειμένου να εξομαλύνει μανιάτικες έριδες που είχαν ξεσπάσει στη περιοχή. Το πέτυχε. Ένα χρόνο μετά, το 1846 έληξε και η ναυτική του σταδιοδρομία όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Ναυτοδικείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του το 1855.
Τρία υποβρύχια του πολεμικού ναυτικού μας έχουν φέρει το όνομά του.
(Θωμάς Τσιμπίσης, α΄ τάξη)